Με αφορμή τα ευρήματα της σπουδαίας έρευνας-μελέτης του Λευτέρη Αναστασάκη, με τίτλο, "Καινοτομία και βιομηχανικός μετασχηματισμός στην Ελλάδα, 1950-1973". Μια επιστροφή στη χαρισάμενη δεκαετία του ’60.
"Ο Παπαδιαμάντης", γράφει ο Ελύτης, "είναι απ’ τους τελευταίους που προφτάσανε να γεράσουν μ’ αυτά που πρωτοαγάπησαν". Στην αγκαλιά, δηλαδή, μιας καθησυχαστικής, ανάλλαχτης καθημερινότητας.
Σύμφωνα, ωστόσο, με την παραπάνω έρευνα, μπορεί, ο λόγος του ποιητή να ισχύει και για δυο τρεις γενιές ακόμη μετά τον Παπαδιαμάντη (1851-1911). Μέχρι δηλαδή τις δεκαετίες του ’50 και του ‘60, όπου δυο εταιρείες –από τις επτά που ακτινογραφούνται στη μελέτη του ερευνητή–, η "Ιζόλα" και η "Πειραϊκή-Πατραϊκή", θα οδηγούσαν τη χώρα μας στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο τής, κατά Μaslow, κλίμακας των ανθρωπίνων αναγκών. Η χώρα, έχοντας καλύψει μόλις το πρώτο επίπεδο της κλίμακας (διατροφή και στοιχειώδης στέγαση), θα εισερχόταν δειλά στην ικανοποίηση και των πρώτων κοινωνικής εντάσεως αναγκών (ευπρεπής ένδυση, βελτίωση καθημερινότητας, κοινωνική αναβάθμιση).
Η "Πειραϊκή-Πατραϊκή", τού "ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει", θα ολοκλήρωνε την αλυσίδα: εγχώριο βαμβάκι – νήμα – ύφασμα – έτοιμο προϊόν, προσφέροντας οικονομικά και ποιοτικά βαμβακερά υφάσματα στις ελληνικές βιομηχανίες, στις οικοτεχνίες και στον τελικό καταναλωτή. Πρωταγωνίστρια, σε αυτό που αποκλήθηκε "εκδημοκρατισμός της ένδυσης και της οικοσκευής", με ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες. "Τα πανιά αυτού του καραβιού, η τέντα αυτού του ρετιρέ, αυτό το στρώμα, αυτό το κάλυμμα, αυτές οι κουρτίνες, αυτά τα σεντόνια και μαξιλαροθήκες, αυτή η τέντα του φορτηγού και άλλα πολλά, κατασκευάζονται από ύφασμα "Πειραϊκής-Πατραϊκής”", διαφήμιζε η εταιρεία.
Η "Ιζόλα", με το σλόγκαν "Ο πολιτισμός στο σπίτι", θα κυριολεκτούσε. Εκμεταλλευόμενη τη μόλις αποκτηθείσα πλεονάζουσα παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τη ΔΕΗ, θα πρόσφερε στα ελληνικά νοικοκυριά αξιόπιστες λευκές συσκευές, κυριότατα κουζίνες και ψυγεία. Τότε θα καθιερωθεί μια νέα κατηγορία οικιακής κατανάλωσης, η λεγόμενη Τ3, για σπίτια που χρησιμοποιούσαν ρεύμα, όχι μόνο για φωτισμό. Η συνεργασία και οι συνέργειες της ΔΕΗ και της "Ιζόλα" θα μετέτρεπαν μία, μέχρι τότε, πολυτέλεια για λίγους, σε "εφικτή άνεση" για το μέσο –αστικό και μη– ελληνικό νοικοκυριό.
Είχε έλθει η ώρα ο ηλεκτρισμός να εισβάλει και στη χώρα μας, κουβαλώντας τη νέα εποχή. Αυτή, που η γενιά των σημερινών υπερηλίκων θα υποδεχόταν έκθαμβη, με δέος αλλά και με μια απορητική ματιά νηπιακής τάξεως. Τίποτα, πλέον, δεν θα ήταν όπως πριν.
Ας αφήσουμε, όμως, τη λογοτεχνία να μας μιλήσει. Έχει τον τρόπο της (Μανώλης Πρατικάκης, Η Κρήτη, περιοδικό Η Λέξη): "Η νέα εποχή θα έφτανε ως εμάς (…) με τη μορφή ενός διάφανου σχεδόν άυλου αχλαδιού: ένας γυάλινος φαλακρός καρπός με ψυχρό αιχμηρό φως. Άναβε κι έσβηνε στο ταβάνι, πατώντας εδώ χαμηλά ένα μαντζούνι-διακόπτη. Ένα ρέκβιεμ, αυτό, στη χαμένη απτότητα, εκείνη που αντικατέστησε το γλυκό φως του λυχναριού, αυτό το κατοικίδιο χειροποίητο άστρο, που έκανε τα πράγματα να κολυμπάνε ανάλαφρα ολόγυρά μας. Η μητέρα τού έβαζε λάδι με το λαδικό. Το βαμβακερό φυτίλι, στριφτή ελάχιστη πλεξίδα, το απορροφούσε αργά. Ύστερα άναβε το σπίρτο και το πλησίαζε στην άκρη του. Βλέπαμε τη μικρή γήινη φλόγα να γεννιέται εκεί, σ’ αυτόν τον μικρό λειτουργικό κύκλο της ανθρώπινης επινοητικότητας. Η αργή καύση, σε παράλληλο βηματισμό έντυνε με απαλές ανταύγειες τις αργόσυρτες ώρες μας".
Ο σπουδαίος ποιητής μας Λορέντζος Μαβίλης, (1860-1912), ως βουλευτής Κερκύρας, το 1911, υπερασπιζόμενος στη Βουλή τη δημοτική γλώσσα, θα αναφέρει τη μνημειώδη του φράση: "Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι…".
Πριν από χρόνια ο υπερόπτης εκδότης- ιεροφάντης των, αλήστου μνήμης, περιοδικών lifestyle, επιθετικά απολογούμενος, ξεστόμισε την άκρως χυδαία φράση: "Εγώ ξεβλάχεψα την Ελλάδα…".
Πράγματι: η λέξη "ξεβλάχεψα", εν προκειμένω, φαντάζει ως άκρως χυδαία.
Πόσο όμως, θετικά, προσλαμβάνεται η ίδια λέξη, αν χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την αποφασιστική συμβολή των δυο εμβληματικών εταιρειών του κειμένου, στον ευεργετικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, κατά τη δεκαετία του ’50;
Ένα πραγματικό ξεβλάχεμα, αυτό, που θα έφερνε εκείνη τη πρωτόγονη κοινωνία σε επαφή με έναν, υποτυπώδη έστω, αστικό τρόπο ζωής, που μόλις ανέτειλε!
Ναι! Εκείνο που πέτυχαν οι δυο εταιρείες ήταν...
ένα ευκταίο, καλοδεχούμενο ξεβλάχεμα.
Ένα ξεβλάχεμα με αντίκρισμα, το οποίο οφείλουμε να πιστώσουμε στις δυο εταιρείες. Και όπου, η λέξη, έχει αποβάλει κάθε ίχνος χυδαιότητας, αποδεικνύοντας έτσι την ευστοχία του αναφερομένου παραπάνω, σοφού μαβίλειου αφορισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου