Σε μια σοβαρή χώρα οι εκκλησίες θα είχαν κλείσει με λουκέτο, όπως έκλεισαν και όλοι οι άλλοι εσωτερικοί χώροι πιθανού συνωστισμού. Τα σχολεία, τα θέατρα, οι σύλλογοι, τα γυμναστήρια, τα βιβλιοπωλεία.
Κανείς δεν διώκει τη χριστιανική θρησκεία όπως δεν διώκει την τέχνη, τη γνώση ή την άθληση. Κάθε άλλο.
Σε μια σοβαρή χώρα θα είχε απαγορευτεί και η Θεία Κοινωνία από κοινό κοχλιάριο. Και θα έτρεχε καμπάνια στα ΜΜΕ για τους προφανείς κινδύνους μετάδοσης του ιού κατά τη μετάληψη. Εδώ βγαίνει καθηγήτρια Ιατρικής και λέει δημόσια «κοινωνήστε».
Όταν πρόκειται για την υγεία των ανθρώπων, το θρησκευτικό τελετουργικό μπορεί να περιμένει. Αλλά ο τριτοκοσμικός εαυτός της χώρας δηλώνει ηχηρά παρών. Τώρα διαθέτει και αντιεξουσιαστική θρησκευτική συνιστώσα.
«Τον Θεό σου μπορείς να τον συναντήσεις παντού και ο Θεός σου σε αγαπά και δεν θέλει να πεθάνεις». Να ένα σύνθημα για να αποτρέψουμε τους συνανθρώπους μας να επισκεφτούν τους ναούς και να εκτεθούν στον κίνδυνο.
Η κυβέρνηση δεν τόλμησε και πάλι να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Η ατολμία της απέναντι στην Ιεραρχία είναι πια παροιμιώδης. Άρα το βάρος πέφτει στους πολίτες. Καθήκον μας να προφυλάξουμε εαυτούς και αλλήλους.
Σε μια σοβαρή χώρα οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) θα έπεφταν στη μάχη προστασίας των δημοτών τους από την πρώτη στιγμή. Ή τουλάχιστον κατόπιν προτροπής της κεντρικής εξουσίας. Όχι, δεν θα χρειαζόταν να μοιράζουν ρούχα, πατάτες και μακαρόνια στους «άπορους» δημότες όπως έκαναν τις πρώτες μέρες της οικονομικής κρίσης. Χρειαζόταν όμως να κάνουν κάτι άλλο πιο σημαντικό. Να αξιοποιούν την άμεση επαφή τους με τις γειτονιές και τα μέσα καμπάνιας που διαθέτουν για να ενημερώνουν τους πολίτες, να τους προτρέπουν να τηρούν τα μέτρα και να αποφεύγουν τον συνωστισμό. Να βγαίνουν κάθε μέρα οι δημοτικοί άρχοντες και υπάλληλοι στους κεντρικούς δρόμους, στις πλατείες, τα πάρκα και τις αγορές της πόλης για να υπενθυμίζουν στους δημότες την πανδημία και τους κινδύνους της. Να συμβουλεύουν και να συμπαρίστανται. Αντιθέτως έλαμψαν κατά κανόνα διά της απουσίας τους θυμίζοντας ότι είναι απλώς τυπικοί γραφειοκρατικοί μηχανισμοί, που δεν έχουν συνήθως και μεγάλη οργανική σχέση με την πόλη τους. Και γι’ αυτό δικαίως εισπράττουν καθημερινά την αδιαφορία του κόσμου.
Σε μια σοβαρή χώρα η αριστερή πολιτική παράταξη θα είχε επιτέλους συμφιλιωθεί με την ήττα της στον εμφύλιο πόλεμο και θα είχε θάψει για πάντα το «τόμαχοκ του πολέμου». Πάνε 70 και βάλε χρόνια. Αυτή η κόντρα με τα σώματα ασφαλείας ως όργανα της χούντας και της δεξιάς και εχθρούς της αριστεράς θα είχε τελειώσει. Ειδικά σε μια εποχή που η αριστερά κυβέρνησε και έκανε επαρκώς χρήση των υπηρεσιών τους. Ούτε λαομίσητοι είναι οι αστυνομικοί, ούτε καμιά εκλεγμένη κυβέρνηση, εδώ και 40 χρόνια, θέλησε ποτέ να τους χειραγωγήσει και να τους στρέψει κατά των πολιτών. Και μάλιστα σε σημείο που να ντρέπονται τα παιδιά τους για τους αστυνομικούς γονείς τους. Άποψη που δεν ακούγεται μόνο στη Βουλή αλλά κυκλοφορεί και μέσα στην κοινωνία. Είναι εργαζόμενοι σε μια δουλειά δύσκολη, σκληρή και επικίνδυνη. Ειδικά σε μια Ελλάδα με υψηλά στάνταρντ πολιτικής βίας που τους φέρνει σχεδόν καθημερινά αντιμέτωπους με πολλούς που αμφισβητούν τη δημοκρατική νομιμότητα και θέλουν να επιβάλλουν το δικό τους στα πλαίσια της πολιτικής ανυπακοής. Προφανώς και κάποιοι ένστολοι υπερβαίνουν τα όρια αλλά γι’ αυτό υπάρχουν μηχανισμοί να τους ελέγξουν και να τους τιμωρήσουν. Μόνο στην Ελλάδα το κάθε λάθος του τελευταίου αστυνομικού, η παραμικρή υπέρβαση εξουσίας προκαλεί πολιτικό θέμα και δίνει λαβή στους λαϊκιστές να σπείρουν τον διχασμό που λατρεύουν. Δεν ξέρω πόσοι ακόμα τρέφονται ιδεολογικά με αυτά τα έωλα επιχειρήματα, αλλά είναι καιρός να αλλάξουν πολιτικό διαιτολόγιο. Πώς γίνεται σε αυτή τη χώρα οι αυτοαποκαλούμενοι προοδευτικοί να είναι τόσο, μα τόσο παρωχημένοι;
Σε μια σοβαρή χώρα η ανώτατη εκπαίδευση θα ήταν πηγή επιστημονικού και υλικού πλούτου, ένα διεθνώς εμπορεύσιμο προϊόν που θα καθιστούσε την πατρίδα μας πνευματικό φάρο της Μεσογείου. Αν η Ελλάδα είχε ενηλικιωθεί ακαδημαϊκά, θα είχε ιδρύσει παντού κρατικές και μη κρατικές πανεπιστημιακές σχολές υψηλού επιπέδου με αγγλόφωνα τμήματα σε όλες τις διεθνώς περιζήτητες ειδικότητες προσελκύοντας φοιτητές και πόρους από όλον τον κόσμο. Είναι ο μόνος τρόπος σήμερα να σπάσει το brain drain. Επιστήμες υγείας, βιοϊατρική τεχνολογία, μηχανική των υλικών, ηλεκτρομηχανική, ρομποτική, πληροφορική, στατιστική, διεθνές δίκαιο ακόμα και αρχαιοελληνικές σπουδές. Και θα είχε κλείσει ή συγχωνεύσει μαζικά τα δεκάδες σπαρμένα δήθεν πανεπιστημιακά τμήματα. Αλλά η πατρίδα ακόμα συζητάει αν οι υποψήφιοι των ΑΕΙ θα δηλώνουν στο μηχανογραφικό 350 σχολές ή μήπως οι 250 είναι λίγες και αυτό δημιουργεί περιορισμούς στη γνώση. Αλλά τι μπορείς να περιμένεις από μια χώρα που μέχρι χτες προστάτευε δια νόμου το άσυλο της ανομίας και εν έτει 2020 συζητάει ακόμα με τους πρυτάνεις για τη στοιχειώδη ασφάλεια των πανεπιστημιακών χώρων; Ώστε να μην γίνονται θέατρα πολιτικής βίας και βανδαλισμών. Διότι εδώ ακόμα παίζουμε το έργο της «ανατροπής» και θεωρούμε τις σχολές ως εκκολαπτήρια νέων επαναστατικών υποκειμένων. Μια παγκόσμια, παρανοϊκή εξαίρεση.
Έχοντας τον φακό της δημοσιότητας στραμμένο στην πανδημία και περιμένοντας το εμβόλιο, αξίζει να αναλογιστούμε, μέσω των τεσσάρων παραδειγμάτων, τις διαχρονικές ασθένειες της πατρίδας μας από τις οποίες κανένα εμβόλιο δεν μπορεί να μας απαλλάξει.
Γιατί...
αυτές θα τις φέρουμε μέσα μας και την επόμενη μέρα. Δεν είναι ζήτημα κυβέρνησης ή πολιτικής απόφασης είναι ζήτημα κοινωνίας των πολιτών. Η αδιάκοπη μίρλα, ο φόβος της αλλαγής, η κατάρα του πολιτικού κόστους και η διάχυτη ιδεολογική αύρα του «αντί». Ικανό μέρος της εκπαίδευσης, της ενημέρωσης και του πολιτικού συστήματος βρίσκεται συνειδητά στην υπηρεσία της πολιτιστικής υποβάθμισης του τόπου. Το μεγαλύτερο ποσοστό όσων δηλώνουν αρνητές του εμβολίου ανήκουν πολιτικά στον ευρύτερο αντισυστημικό χώρο, δεξιό και αριστερό. Κάποιοι εξ αυτών θα δώσουν μάχη κατά του εμβολίου και υπέρ του ιού.
Η κυβέρνηση οφείλει να πολιτεύεται διαφανώς. Οφείλει να ενημερώνει αλλά και να πείθει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα για κάθε επιλογή της και να μην επαναπαύεται στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων. Δεν αρκούν οι παροχές οι οποίες κάποια στιγμή λογικά θα τελειώσουν. Η πολιτική της πρέπει και να αλλάζει την Ελλάδα σε βάθος ώστε οι μεταρρυθμίσεις να γίνονται ευρύτερα κατανοητές, άρα αποδεκτές και άρα βιώσιμες. Διαφορετικά η πατρίδα θα ταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στο μέλλον και το παρελθόν και θα αρνείται να διαβεί το κατώφλι της κανονικότητας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του δεν είναι απλά οι εκπρόσωποι μιας κεντροδεξιάς κυβέρνησης. Μέσα στην αχανή έρημο του σημερινού πολιτικού συστήματος είναι οι μόνοι ικανοί που διαθέτει ο τόπος για να οδηγήσουν τη χώρα στην μετάCovid εποχή και ταυτόχρονα να της αλλάξουν για πάντα πίστα.
Πριν δέκα χρόνια οι φιλελεύθερες απόψεις ήταν τραγικά μειοψηφικές. Πριν πέντε χρόνια η Ελλάδα συζητούσε σοβαρά να εγκαταλείψει το ευρώ και να μετατραπεί σε τριτοκοσμική χώρα. Σήμερα ετοιμάζεται να παράγει 30.000 ηλεκτρικά αυτοκίνητα τον χρόνο και γίνεται μία από τις 3 πρώτες ευρωπαϊκές χώρες που αποκτά εμπορική πρόσβαση στα δίκτυα 5ης γενιάς. Η πανδημία είναι μια πρόκληση. Μια ευκαιρία να αποκαθηλώσουμε επιτέλους το παρελθόν μας και να κοιτάξουμε κατάματα το μέλλον μας. Δεν θέλω να σκέφτομαι ότι μπορεί να γίνει ευκαιρία αναπαλαίωσης και δεν θα γίνει. Πάμε μπροστά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου