Θύμα κι αυτό της επιδημίας. l Οι εξωτερικές φωτοχυσίες σπιτιών και κήπων και οι καλαίσθητοι στολισμοί μπαλκονιών, προσόψεων, κατόψεων κι οπισθόψεων, l με φουσκωτούς αγιοβασίληδες, εξωτικούς ταράνδους, νάνους, χιονάτες, μανιτάρια και μπρόκολα. l Διαδηλούντες ότι ένθα απέδρα πάσα λύπη και πάσα καταθλιπτική ρουτινάρα, l υπαρκτών μόνον εντός των τοίχων και ενδότερον ακόμα – στα μαραμένα γιούλια και βιόλες των κατοίκων τους. l Πάει κιόλας η πρώτη βδομάδα του άλλοτε αλλόφρονος εν όψει Εορτών Δεκεμβρίου κι ακόμα δεν έχουν σκάσει μύτη οι μπαλκονάτες επιδείξεις εορταστικής ευφροσύνης και οικογενειακής ευεξίας. l
Ακόμη τούτος ο χειμών, ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το κακοκαίρι, ώσπου να ’ρθεί εμβόλιο, να φέρει φρέσκο αγέρι. l
Εν τω μεταξύ, δώστου επισκέψεις σε νοσοκομεία ανά την επικράτεια πρωθυπουργός και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. l Πλην όμως κατά τους συριζαίους ο Μητσοτάκης το κάνει απλώς και μόνον «για επικοινωνιακούς λόγους», l ενώ ο Τσίπρας από έγνοια και κόψιμο για τον πάσχοντα από την αναλγησία της νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης λαό, l υπείκων στο καθήκον του να τον εμψυχώσει, l ότι εδώ είν’ αυτός, και οι συν αυτώ, αυτό που το βάζεις, για να επιληφθεί της κατάστασης άμα λάχει και να φέρει στας ψυχάς ημών την Δευτέρα Παρουσία της Πρωτηφοράς Αριστεράς. l Διότι άλλο ο Μητσοφάντης κι άλλο το Ρετσιπρόλαδο. l
Η εξόφθαλμη πλέον αλήθεια είναι πως θέλει ο τσιπραίος να κρυφτεί κι η χαρά δεν τον αφήνει. l Διότι δεν είναι μόνο οι πολακικές τουιτοδιακηρύξεις της ευφυούς συριζαίας εκ Λέσβου, l που συνεχίζει να συγκρίνει την εκατόμβη στο Μάτι με τα θύματα του κορωνοϊού και να επικαλείται δημόσιες κρεμάλες· l είναι κι αυτή η άδολη χαρά που εκπορεύεται εκ Τσιπρός και εσμού και πολακείου πνεύματος l ότι επήλθε επιτέλους εξ ουρανών και κορωνοϊών το αντικυβερνητικό κύμα που προσδοκούσαν και ότι το καβάλησαν για τα καλά l –όπως καβάλησαν ακόπως το αντιμνημονιακό κύμα πριν από δέκα χρόνια– l το οποίο και θα τους ξεβράσει ντουγρού στην ακρογιαλιά της Δευτέρας Παρουσίας… μας. l
Ο πολακισμός είναι ο αυριανισμός των καιρών μας. l Αμήν. l
«Αν θέλεις βόλτα βραδινή στην πόλη – 300 ευρώ | αν θέλεις σινεμά – 300 ευρώ | αν θες χορό εκεί που τρέχουν όλοι – 300 ευρώ | ξενύχτι και λοιπά – 300 ευρώ». l
Είναι τραγουδιστές που όταν χάνουν τη φωνή τους, μετά πολύχρονη, λαμπρή καριέρα, συνεχίζουν να «τραγουδάνε» l προκαλώντας απορία και μια κάποια μελαγχολία σ’ όσους τους ακούν. l Αλλοι πάλι, όταν φτάσει αυτή η πικρή, αλλά αναμενόμενη στιγμή, αποτραβιούνται με απαντοχή κι αξιοπρέπεια. l Είναι και μερικοί όμως που δεν το βάζουν εύκολα κάτω και δοκιμάζουν ποικίλους τρόπους να βρίσκονται στο προσκήνιο. l Λίγο τραγούδι, λίγο θέατρο, λίγο δημόσιες «τοποθετήσεις» l έστω και άχαρες, έστω και προκλητικές στα δύσκολα που ζούμε και στα οποία με τόσο ζόρι συμμορφωνόμαστε – όσο συμμορφωνόμαστε. l Και αν υποθέσουμε ότι «υπηρετούσε ένα σκοπό» εκείνο το γαντοφορεμένο χέρι που υψώθηκε σε συναυλία κατά τους αλήστου μνήμης «αντιμνημονιακούς» καιρούς l –που τόσο βοήθησαν, ως γνωστόν, τη χώρα να βγει μια ώρα αρχύτερα από την κρίση και τον «βόθρο των μνημονίων»–, l σε τι χρησιμεύει τώρα αυτή η άκαιρη κι ανώφελη, αν μη τι άλλο, «ανάρτηση» της «παρωδίας» του γνωστού τραγουδιού; l
Διακηρύσσει μήπως «αντιστασιακό πνεύμα» απέναντι στα αναγκαία μέτρα που ελήφθησαν για να αντιμετωπιστεί η εκθετική εξάπλωση της επιδημίας τον Νοέμβριο; l
Αν έτσι πιστεύετε, πολυαγαπημένη από το κοινό τραγουδίστρια...
ευχόμεθα και σ’ άλλα αγωνιστικά γάντια, και σ’ ανώτερα ενισχυτικά της «ψυχολογίας» μας ευφυολογήματα.
Κατωφέρεια όμως – και γλιστράει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου