ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: To τέλος του small talk
Tης ΞΕΝΙΑΣ ΚΟΥΝΑΛΑΚΗ
Ο κορωνοϊός σκότωσε το small talk (σ.σ.: τις τετριμμένες συζητήσεις), αποφαίνεται σε άρθρο του στους New York Times ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Luke Winkie.
Εχει δίκιο.
Η κοινότοπη ερώτηση «Τι κάνεις;» δεν μπορεί πλέον να απαντηθεί διεκπεραιωτικά «μια χαρά» και να συνεχιστεί η συζήτηση σαν να μην τρέχει τίποτα.
Γιατί τρέχει: είμαστε μόλις στο μέσον του πρώτου κύματος της πανδημίας. Παρατηρεί κανείς ότι η ανταλλαγή απόψεων ακόμη και μεταξύ αγνώστων έχει αποκτήσει ένα νέο βάθος, μια πρωτόγνωρη ειλικρίνεια στη σκιά του κορωνοϊού.
«Τι κάνεις;», ρωτούν οι άνθρωποι που ξεμυτίζουν δειλά στους δρόμους και συνδιαλέγονται με άλλους. Κι εννοούν: «Τα κατάφερες; Κόλλησες; Αρρώστησες; Κάποιος δικός σου; Φοβήθηκες; Πήγες στη δουλειά σου; Εχεις τη δουλειά σου; Χώρισες; Εστειλες τα παιδιά σου στο σχολείο ή ακόμη ανησυχείς;».
Ενα σωρό σοβαρές απορίες κρύβονται πίσω από ένα τετριμμένο «Τι κάνεις;».
Δεν είναι ντροπή σήμερα να παραδέχεται κανείς τον πανικό του και να τον μοιράζεται ανοιχτά και ελεύθερα, χωρίς υποκρισία και προσποίηση. Ολοι ταυτίζονται με αυτά τα υπαρξιακά άγχη –με εξαίρεση ίσως τους συνωμοσιολόγους που εξακολουθούν να θεωρούν ότι ο κορωνοϊός είναι μια απλή γρίπη που «κατασκευάστηκε» από τον Μπιλ Γκέιτς.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δύσκολα μπορεί κανείς να απαντήσει το καθησυχαστικά σαχλό «Ολα θα πάνε καλά», γιατί ούτε οι λοιμωξιολόγοι δεν μπορούν με βεβαιότητα να το ισχυριστούν. Το αναγνώρισε στον αποχαιρετισμό του ο ίδιος ο Σωτήρης Τσιόδρας: «Προσπάθησα επί 4 μήνες να δίνω χρήσιμες πληροφορίες, να απαντώ στα ερωτήματα που έθεταν οι συμπολίτες μας μέσω των δημοσιογράφων και, κάποιες φορές, να εμψυχώνω από τη δικιά μου πλευρά μια κοινωνία που αγωνιούσε. Επανέλαβα πολλές φορές αυτό που είναι το μοναδικό δεδομένο στην επιστήμη: η αβεβαιότητα, η εντιμότητα του να πει κανείς, “δεν γνωρίζω”».
Ακριβώς αυτή η αμηχανία και η αβεβαιότητα είναι που κατά τον αρθρογράφο των ΝΥΤ μας κάνει όλους να ελπίζουμε σε μια αποκατάσταση της κοινοτοπίας του διαλόγου: «– Τι κάνεις; – Μια χαρά».
Οταν οι τρεις αυτές λέξεις...
αρχίσουν να εκφέρονται με τη συνήθη ανία, σαν να μην τρέχει τίποτα, θα έχουμε –επιτέλους– επιστρέψει στην κανονικότητα.
(Σημείωση: στα ρωσικά όταν εννοεί κανείς «είμαι μια χαρά», λέει «είμαι normal-κανονικά»).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου