Yπνοθήκες έκτακτης ανάγκης, κοντέινερ, κυβόσχημα τσιμεντένια καταφύγια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, άσυλα της Εκκλησίας, κινητές μονάδες. Δεν εξωραΐζει τον κόσμο των αστέγων, δεν τον γοητεύει η υποτιθέμενη γραφικότητα του περιθωρίου, δεν επιδεικνύει την προσωπική του ευαισθησία. Κυρίως δείχνει το πόσο εύκολα μπορεί μια νοικοκυρεμένη ζωή να ανατραπεί. Και ο διάχυτος φόβος ότι εύκολα στην Ελλάδα σήμερα μπορεί κανείς να καταλήξει απλήρωτος ή άνεργος και ανασφάλιστος και να οδηγηθεί στην εξαθλίωση είναι το νήμα που συνδέει τη μαρτυρία του Γερμανού δημοσιογράφου με ό,τι ζούμε στην Ελλάδα του 2012.
Τι θα έκανε ο Βάλραφ;
Στη δεκαετία του ’60 ένας 22χρονος Γερμανός δημοσιογράφος, ο Γκίντερ Βάλραφ, κάνει ένα εξάμηνο ταξίδι με οτοστόπ, επισκέπτεται τα νυχτερινά άσυλα της Σκανδιναβίας και δημοσιεύει το πρώτο του ρεπορτάζ για το μεγαλύτερο άσυλο αστέγων της Γερμανίας, το Ρik As στο Αμβούργο.
Στα χρόνια που πέρασαν, ο δημοσιογράφος αυτός γίνεται διάσημος σε όλο τον κόσμο, ενώ στην Ελλάδα είναι γνωστός και για έναν επιπλέον λόγο, αφού επί χούντας αλυσοδέθηκε στην πλατεία Συντάγματος διαμαρτυρόμενος για την τυραννία.
Το 2008, σε ηλικία 66 ετών, ο Βάλραφ παίρνει ξανά τους δρόμους και γνωρίζει από τα μέσα τα καταλύματα αστέγων στην Κολονία, τη Φρανκφούρτη, το Αννόβερο και άλλες πόλεις, στο πλαίσιο άλλης μιας πολύμηνης επιτόπιας έρευνάς του για τη σκοτεινή πλευρά του γερμανικού θαύματος. Με τη βοήθεια επαγγελματιών μακιγιέρ, έχει μεταμφιεστεί σε Σομαλό, ενώ κυκλοφορεί με τη δανεική ταυτότητα ενός φίλου που επισήμως έχει δηλώσει ανέστιος και διαθέτει το ειδικό αναγνωριστικό αυτοκόλλητο στο διαβατήριό του.
Οι εμπειρίες του παρουσιάζονται στο βιβλίο του «Από τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο» (εκδ. Τόπος) όπου το κεφάλαιο «Υπό το μηδέν. Η αξιοπρέπεια του δρόμου» είναι αφιερωμένο στους δεδηλωμένους και τους αδήλωτους ανέστιους της πατρίδας του.
Η εβδομάδα που πέρασε ήταν η πιο παγερή του φετινού χειμώνα. Η Ευρώπη μετρά τους ξυλιασμένους νεκρούς της, ενώ οι εν Ελλάδι άστεγοι με το κρυσταλλιασμένο σπαθί τους κατέκτησαν μια θέση στις ειδήσεις της ημέρας. Συγκινητική ήταν η ανταπόκριση του κόσμου στο κάλεσμα της «Κλίμακας» για προσφορά υλικής βοήθειας στους «ναυαγισμένους και απόκληρους» της πόλης, ηρωική και η προσπάθεια των εθελοντών αυτής της μη κυβερνητικής οργάνωσης για την ανεύρεση αστέγων στις βαθιές μασχάλες, στα εντόσθια της πόλης: σε σκοτεινές κόχες και στοές, σε χαρτόκουτα, κάτω από γιοφύρια και ανισόπεδους κόμβους. Σκοπός η μεταφορά και η προσωρινή παραμονή τους σε κάποιο κατάλυμα.
Ο Βάλραφ μιλάει για διάφορες κατηγορίες ιδρυμάτων γι’ άστεγους:
Yπνοθήκες έκτακτης ανάγκης, κοντέινερ, κυβόσχημα τσιμεντένια καταφύγια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, άσυλα της Εκκλησίας, κινητές μονάδες. Δεν εξωραΐζει τον κόσμο των αστέγων, δεν τον γοητεύει η υποτιθέμενη γραφικότητα του περιθωρίου, δεν επιδεικνύει την προσωπική του ευαισθησία. Κυρίως δείχνει το πόσο εύκολα μπορεί μια νοικοκυρεμένη ζωή να ανατραπεί. Και ο διάχυτος φόβος ότι εύκολα στην Ελλάδα σήμερα μπορεί κανείς να καταλήξει απλήρωτος ή άνεργος και ανασφάλιστος και να οδηγηθεί στην εξαθλίωση είναι το νήμα που συνδέει τη μαρτυρία του Γερμανού δημοσιογράφου με ό,τι ζούμε στην Ελλάδα του 2012.
Yπνοθήκες έκτακτης ανάγκης, κοντέινερ, κυβόσχημα τσιμεντένια καταφύγια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, άσυλα της Εκκλησίας, κινητές μονάδες. Δεν εξωραΐζει τον κόσμο των αστέγων, δεν τον γοητεύει η υποτιθέμενη γραφικότητα του περιθωρίου, δεν επιδεικνύει την προσωπική του ευαισθησία. Κυρίως δείχνει το πόσο εύκολα μπορεί μια νοικοκυρεμένη ζωή να ανατραπεί. Και ο διάχυτος φόβος ότι εύκολα στην Ελλάδα σήμερα μπορεί κανείς να καταλήξει απλήρωτος ή άνεργος και ανασφάλιστος και να οδηγηθεί στην εξαθλίωση είναι το νήμα που συνδέει τη μαρτυρία του Γερμανού δημοσιογράφου με ό,τι ζούμε στην Ελλάδα του 2012.
Τι θα έκανε ο Βάλραφ στην Αθήνα αυτόν τον παγωμένο Φλεβάρη; Μάλλον ό,τι δεν έχουμε συνηθίσει να κάνουμε εμείς, αφού σπάνιο φαίνεται αυτό το είδος της βιωματικής δημοσιογραφίας. Οι περισσότεροι είμαστε ζαχαρένιοι, μαθαίνουμε τη ζωή από δεύτερο, τρίτο χέρι. Ακόμα και την πλατεία Ομονοίας διστάζουμε να διασχίσουμε πεζοί και ασυνόδευτοι μετά τη δύση του ηλίου, ενώ κάποιοι δεν τη διασχίζουν ούτε μέρα.
Από τον «βοριά που τ’ αρνάκια παγώνει» φτάσαμε στον χιονιά που ανθρώπους παγώνει και πετρώνει. Και να «ταν μόνο ο χιονιάς...
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΠΡΟΣΩΠΑ,
ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου