Της Μάρθας Καϊτανίδη
Έχω ένα γείτονα που κάποτε θεωρούσα διαφορετικό, ιδιόρρυθμο, έξω από τον «κόσμο» μου. Ζει μόνος του, αλλά δεν στερείται ποτέ το γλέντι- σαν να ήταν με παρέα. Η μουσική- ρεμπέτικα τραγούδια- «ξυπνά» συχνά το Σαββατόβραδο τη γειτονιά από τον λήθαργο.
Αυτός ο γείτονας έχει και ένα κόκκινο σαραβαλάκι- το «εργαλείο» του, έμαθα λίγους μήνες αργότερα.
Το σπίτι του είναι το καταφύγιο για τα αδέσποτα σκυλιά και γάτες. Ταΐζει τα ζώα με ό,τι έχει, τους μιλά και τα χαϊδεύει. Κι ας κυκλοφορεί ο ίδιος, χειμώνα- καλοκαίρι, με σανδάλια. Ίσως, τελικά, να μην το κάνει από παραξενιά. Ίσως να μην έχει άλλη επιλογή από το να νιώθει στα κόκαλά του το κρύο, όταν μπαίνει ο αέρας από το ελενίτ και τους ξύλινους «τοίχους».
Κι όμως, είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείληκι ας του λείπουν τα περισσότερα μπροστινά δόντια. Το καλημέρα βγαίνει αβίαστα από τα χείλη του, όπως και ο καλός ο λόγος. Σιγά σιγά έγινε σημείο αναφοράς στη δική μου γειτονιά. Όσο υπάρχει, τον βλέπω, τον ακούω να διασκεδάζει, μου μιλά και μου χαμογελά, ξέρω πως η γη γυρίζει. Νιώθω μια ασφάλεια, αφού με κάνει να νιώθω στο σπίτι μου.
Κάποτε μου είπαν πως η σύνταξη που έχει να λαμβάνει κάθε μήνα είναι πολύ χαμηλή. Όταν ρώτησα πώς τα βγάζει πέρα, μου εξήγησαν πως μαζεύει παλιά σίδερα και τα μεταφέρει με το σαραβαλάκι του στους επίδοξους αγοραστές. Έτσι, βγάζει ένα μικρό χαρτζιλίκι. Κι όμως, όταν τον συναντάς αντικρύζεις την ευτυχία που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τον πιο πλούσιο άνθρωπο.
Άραγε, αυτός ο άνθρωπος θα μπορέσει να πληρώσει τα τέλη κυκλοφορίας; Ο γείτονάς μου πληρώνει ακριβά τη φτώχεια του και το σαραβαλάκι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου