Στην πρώτη γραμμή του νέου κυβερνοπολέμου των ΗΠΑ η Google
Του Misha Glenny* / Τhe Guardian
Η διένεξη μεταξύ Google και Κίνας δεν αποτελεί συνήθη διαμάχη. Ο εταιρικός κολοσσός και το γιγάντιο κράτος ήλθαν σε αντιπαράθεση, της οποίας η κατάληξη παραμένει αβέβαιη. Παρά την ανησυχία που θα έπρεπε να νιώθουν οι απλοί θνητοί απέναντι σε τέτοιες τιτανομαχίες, η σύγκρουση ρίχνει φως πάνω στα τεκταινόμενα του κρυφού κόσμου της «κυβερνο-ασφάλειας».
Παρότι τα κίνητρα του κινεζικού κράτους δεν μπορεί να είναι ευγενή, είναι αδύνατον να αισθανθούμε συμπάθεια για την Google. Σαν ένας σύγχρονος Φάουστ, η εταιρεία συμφώνησε με την κυβέρνηση του Πεκίνου, αποδεχόμενη την απαίτηση των κυβερνώντων για λογοκρισία των αποτελεσμάτων αναζητήσεων στην ιστοσελίδα Google. cn, εξασφαλίζοντας σε αντάλλαγμα μερίδιο 30% της κινεζικής αγοράς. Ο Μεφιστοφελής διεκδικεί τώρα την αμοιβή του και ο σύγχρονος εταιρικός Φάουστ θέλει να υπαναχωρήσει από τη συμφωνία.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η Κίνα επιβάλλει επαχθείς όρους στους εμπορικούς της εταίρους και ανταγωνιστές. Εκατοντάδες αμερικανικές και άλλες ξένες εταιρείες εκφράζουν φόβους ότι κινεζικές ανταγωνίστριες εταιρείες ή οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας έχουν διεισδύσει στα ηλεκτρονικά τους συστήματα, αναζητώντας πρωτότυπα σχέδια και εμπιστευτικές πληροφορίες.
Οι σχετικές αποκαλύψεις της Google ώθησαν την κυβέρνηση Ομπάμα να κατηγορήσει την Κίνα για παραβίαση της ελευθερίας του λόγου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατηγόρησε επίσης το Πεκίνο ότι διενεργεί βιομηχανική κατασκοπεία, καθώς οι προσπάθειες διείσδυσης στα συστήματα της Google είχαν στόχο τους τα μυστικά της μηχανής αναζήτησης και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου Gmail.
Η αμερικανική προεδρία δεν είχε επικρίνει ποτέ άλλοτε με τέτοια δριμύτητα την πολιτική ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Κίνας και την αδιαφορία της για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας. Αυτός δεν είναι, όμως, ο λόγος για τον οποίο η Ουάσιγκτον ενεπλάκη σε τέτοιο βαθμό στη διένεξη. Η Google διαθέτει την ισχυρότερη παρουσία στο Διαδίκτυο και αποτελεί το μεγαλύτερο αποθετήριο δεδομένων στον κόσμο. Παρά τη διεθνή της παρουσία, η εταιρεία παραμένει αμερικανική. Από τη μεριά της, η κινεζική επίθεση εναντίον της Google ξεπερνά κατά πολύ την απλή βιομηχανική κατασκοπεία. Μια επίθεση κατά της Google αποτελεί επίθεση εναντίον των αμερικανικών ηλεκτρονικών υποδομών.
Την τελευταία δεκαετία, πολλές παγκόσμιες δυνάμεις άρχισαν να ενσωματώνουν τον κυβερνοχώρο στον αμυντικό τους σχεδιασμό. Η ασφάλεια του κυβερνοχώρου περιλαμβάνει δύο στοιχεία:
Το πρώτο αφορά την αξιοποίηση προηγμένων τεχνολογικών μέσων για τη βελτίωση συμβατικών οπλικών συστημάτων.
Το δεύτερο αφορά τις θεμελιώδεις υποδομές: ύδρευση, ενέργεια, τραπεζικό σύστημα, τηλεπικοινωνίες, εναέρια κυκλοφορία και σχεδόν κάθε στρατιωτικό σύστημα εξαρτώνται από την καλή λειτουργία περίπλοκων συστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αν ένας ιός ή χάκερ μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευσή τους, τότε η παροχή νερού θα διακοπεί, τα ΑΤΜ θα πάψουν να βγάζουν μετρητά, οι αντλίες βενζίνης θα στερέψουν και οι πύραυλοι δεν θα εκτοξευθούν.
Σε αντίθεση με τον συμβατικό πόλεμο, οι δυνάμεις των αντιπάλων στον κυβερνοπόλεμο δεν μπορούν εύκολα να υπολογιστούν. Η ισχύς της μιας πλευράς εξαρτάται από τις αδυναμίες της άλλης και την ικανότητα της πρώτης να τις εκμεταλλευθεί. Αυτό σημαίνει ότι η καλύτερη αμυντική τακτική είναι η επίθεση και η διάλυση των αμυντικών συστημάτων του εχθρού.
Αυτό το σκεπτικό κρυβόταν πίσω από τη δημιουργία της αμφιλεγόμενης υπηρεσίας του προέδρου Μπους με τίτλο «Γραφείο Πλήρους Ενημέρωσης», που φιλοδοξούσε να συλλέγει κάθε στοιχείο από τις κρατικές υπηρεσίες των ΗΠΑ για πραγματικούς ή πιθανούς εχθρούς. Στην αποστολή του αυτή το γραφείο καλείτο να προχωρήσει σε επιθέσεις εναντίον κυβερνοσυστημάτων ξένων χωρών. Αν και το γραφείο καταργήθηκε, το έργο του επιτελείται από άλλες αμερικανικές υπηρεσίες. Ο Μπαράκ Ομπάμα, όμως, ξεκαθάρισε ότι η ασφάλεια του κυβερνοχώρου αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα για τις ΗΠΑ.
ΗΠΑ και ΝΑΤΟ έχουν επενδύσει πολλά στην καταγραφή των αμυντικών συστημάτων των κυριότερων αντιπάλων τους, αλλά και όσων μη κυβερνητικών παραγόντων θεωρούν εχθρικούς. Με το ίδιο νόμισμα απαντούν την ίδια στιγμή Ρωσία, Ισραήλ, Κίνα και Ινδία. Η διάδοχος της KGB στη Ρωσία, η FSB, διατηρεί σήμερα τον Τομέα Μ, με εντολή τη στενή παρακολούθηση του Διαδικτύου για κάθε δραστηριότητα που θα πλήττει τα ρωσικά αμυντικά συμφέροντα. Ανάλογη τακτική ακολουθεί και η Κίνα, χάρη στις μονάδες «πολιτοφυλακής του Ιντερνετ». Το Ισραήλ, από τη μεριά του, διεκδικεί τις δάφνες του πλέον προηγμένου φύλακα του Ιντερνετ στον κόσμο. Στη στρατιωτική σφαίρα, το Διαδίκτυο κατέστη έτσι μέσον προάσπισης των εθνικών συμφερόντων.
Αυτό το νέο πεδίο αντιπαράθεσης διαθέτει ελάχιστους κανόνες. Κάθε επιτιθέμενος μπορεί να αποκρύψει τα ίχνη του, ανοίγοντας τον δρόμο για διπλές ή και τριπλές «μπλόφες». Αναλυτής της ασφάλειας του Διαδικτύου παρομοιάζει την επικρατούσα κατάσταση με «παρτίδα επταδιάστατου σκακιού, στην οποία ουδέποτε είσαι σίγουρος ποιος είναι ο αντίπαλός σου».
*O κ. Μίσα Γκλένι, συγγραφέας του βιβλίου «McMafia», συγγράφει νέο έργο για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΗΠΑ,
ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ,
ΠΟΛΕΜΟΣ,
ΠΟΛΙΤΙΚΗ,
INTERNET
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου