Η γενιά που πληρώνει το λογαριασμό...
Άρθρο ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Του ΡΟΥΣΣΟΥ ΒΡΑΝΑ
(rvranas@otenet.gr)
Αγάπα το κελί σου, τρώγε όλο το φαΐ σου, διάβαζε πολύ, για να βγάλεις φυλακή, έλεγαν οι πολιτικοί κρατούμενοι στα πέτρινα χρόνια. Ο κόσμος έβγαινε τότε από πολέμους και στερήσεις αλλά, είτε μέσα είτε έξω από τα τείχη, όλοι ονειρεύονταν ένα καλύτερο αύριο.
Στο πατρικό τραπέζι, οι άνθρωποι σταυρώνανε το ψωμί ευλαβικά, όποτε τύχαινε να τους πέσει από τα χέρια. Ήταν συνήθως ένα τραπέζι στρωμένο φτωχικά. Κι όταν μαζευόταν η οικογένεια ολόγυρά του, συχνά υπήρχε σε μιαν άκρη του ένα πιάτο που, όταν όλοι οι άλλοι απόσωναν πια το φαΐ τους, εκείνο απόμενε αδειανό. Γιατί από τους δύσκολους καιρούς υπήρχε πάντα κάποιος που δεν τα είχε καταφέρει να επιστρέψει.
Τα χρόνια περνούσαν. Στο πατρικό τραπέζι σιγά σιγά έμπαιναν κι άλλα καλούδια παρεκτός από ένα κομμάτι πικρό ψωμί. Το αδειανό πιάτο περίμενε ακόμη στη γωνιά του. Μα γρήγορα γέμιζε όποτε τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού κάποιος από εκείνους που το οικονομικό θαύμα της μεταπολεμικής εποχής είχε αφήσει απέξω. Έτσι, για να συγχωρέσει, εις μνήμην εκείνου που δεν είχε επιστρέψει. Υπήρχε περίσσευμα. Δούλευε ένας και τάιζε τέσσερα στόματα. Έχτιζε με τον κόπο του το δικό του σπίτι. Κι αν δεν το προλάβαινε όσο δούλευε, το απόσωνε με το εφάπαξ. Αυτή ήταν η γενιά των πατεράδων μας.
Η δική μας η γενιά έζησε με την ανάμνηση των πατρικών στερήσεων. Από τους πατεράδες μας πήραμε το συνήθειο να αδειάζουμε πάντα το πιάτο μας. Γράφει ο Κλάουντιο Μάγκρις στην «Κοριέρε ντέλα Σέρα»: «Κάποτε, ένας από τους γιους μου, ξέροντας το συνήθειό μου και βλέποντας ότι δεν μου άρεσε το φαΐ, κάθε τόσο μου ξαναγέμιζε κρυφά το πιάτο, βέβαιος πως μέσα στην αφηρημάδα μου εγώ θα εξακολουθούσα να το αδειάζω».
Τα παιδιά των πατεράδων μας έζησαν καλύτερα από εκείνους, επειδή βρήκαν το τραπέζι στρωμένο. Όχι πως δεν ίδρωσαν κι αυτά. Πώς αλλιώς θα ανέβαιναν στη μεσαία τάξη; Δούλεψαν, πρόσφεραν νέες ιδέες, πλούτισαν τους τραπεζίτες και τους βιομηχά- νους. Μα ήρθε μια στιγμή που οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι δεν έβλεπαν πια με καλό μάτι την προκοπή τους, επειδή ήθελαν να πλουτίσουν κι άλλο. Ποιος πλήρωσε τον λογαριασμό; Τα παιδιά των παιδιών των πατεράδων μας. Τους έκοψαν τον μισθό, τους έβαλαν ενέχυρο το σπίτι, τους έκλεψαν την ασφάλιση, τους έβαλαν να τρέχουν και να μη φτάνουν, ανοίγοντας μιαν άβυσσο κάτω από τα πόδια τους. Τα παιδιά μας είναι η πρώτη γενιά στην ιστορία που αναγκάζεται να ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Δυσκολεύονται να βρουν ένα πιάτο φαΐ κι επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι. Τρεις γενιές. Από την κόλαση στον παράδεισο και από τον παράδεισο στην κόλαση.
Οι τοίχοι του κελιού μας έχουν σήμερα τόσο ψηλώσει, που έχουν κρύψει τον παράδεισο. Όμως, ύστερα από τόσους αγώνες για ένα κομμάτι πικρό ψωμί, τίποτα δεν μας υποχρεώνει να επιστρέψουμε στην κόλαση.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου