Ήταν σκυμμένος πάντα πάνω από μια στοίβα χαρτιών..
Έξω, τα παιδιά, έπαιζαν μπάλλα κι αναστάτωναν τη γειτονιά..
Εκείνος, μέσα στη μικρή καμαρούλα, έριχνε καμμιά ματιά και συνέχιζε.. Έγραφε... έγραφε..
Ήρθε καιρός που τα παιδιά μεγάλωσαν κι έκοψαν το παιχνίδι.. Που μόνο οι σκιές τους φαινόταν καθώς φιλούσαν τα ταίρια τους στο μισοσκόταδο.. κι ερωτευόταν..
Εκείνος, άνοιγε τα ρουθούνια του στις γλυκιές μυρωδιές του έρωτα, μα έγραφε... έγραφε..
Μετά πάλι, στο φως, στη βουή, νέοι και νέες, τρέχαν στους δρόμους φωνάζοντας για κάποια λευτεριά.. Φωνές, κραυγές, πυροβολισμοί..
Θαρρείς πως κάτι τον τρόμαξε, μα ήταν κοντά του το παράθυρο και το'κλεισε βιαστικά.. Έγραφε.. έγραφε..
Γύρω τα πάντα άλλαζαν.. Οι άνθρωποι, οι μυρωδιές, τα χρώματα.. και ο ίδιος ακόμη που έγραφε... έγραφε...
Χιλιάδες σελίδες, γέμιζαν την καμαρούλα.. ποτάμια το μελάνι.. Σοφά πράγματα.. Θεωρίες, ανακαλύψεις, στοχασμοί.. Χιλιάδες σελίδες που σαπίζουν πια στην καμαρούλα, τώρα που έφυγε εκείνος που έγραφε... έγραφε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου