Τη μυρωδιά της χειμωνιάτικης επαρχίας τη θυμάμαι παιδιόθεν διακριτική. Τούτη τη φορά μού φάνηκε υπερβολική, αποπνικτική. Σχεδόν προσβλητική. Ποια είναι αυτή η μυρωδιά, θα αναρωτηθείτε. Μια αναλογία ξύλου που καίγεται στο τζάκι ή στην ξυλόσομπα «καπνίζει» διακριτικά τον παγωμένο αέρα και μπερδεύεται γλυκά με τα αρώματα του νοτισμένου χώματος, του βρεγμένου ξύλου και της υγρής χειμωνιάτικης χλόης. Τούτη τη φορά μού φάνηκε να εισβάλει στα ρουθούνια μου η βαριά μυρωδιά ενός μικρού δάσους που καίγεται κάπου κοντά. Πάνω από τα χωριά και τις κωμοπόλεις μπορείς να διακρίνεις ένα ροζ-μοβ νέφος καπνού κι αιθάλης, όπου εξαφανίζονται οι τολύπες καπνού, τα λεπτά, λευκά ίχνη που αφήνει στον αέρα η φωτιά όταν ξαναενώνει τις οικογένειες γύρω από την εστία.
Το παρατήρησα και στην Αθήνα – και τη μυρωδιά και το νέφος. Το τζάκι, που ξαναεισέβαλε στα μικροαστικά όνειρα του διαμερίσματος «πολυτελούς κατασκευής» με πρόθεση κυρίως διακοσμητική και με διάθεση υπογράμμισης ενός νέου κοινωνικού status, ξαφνικά απέκτησε αξία χρήσης, υποκαθιστώντας το καλοριφέρ. Στην επαρχία, αντιστρόφως, το πρόσφορο υποκατάστατο της ακριβής κεντρικής θέρμανσης στη μνημονιακή εποχή φαίνεται να έχει γίνει η ξυλόσομπα. Αυτή διορθώνει τώρα τη βιασύνη πολλών να εξαφανίσουν από τις παραφορτωμένες ανακαινίσεις των πατρικών σπιτιών το τζάκι, που θύμιζε εποχές στέρησης, μιζέριας και βρομιάς για τις νοικοκυρές.
Έτσι, το απ-αίσιο και δυσ-τυχές 2013 (με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, κανέναν δεν έχω ακούσει να επαγγέλλεται κάτι ριζικά αντίθετο) διεκδικεί να καταγραφεί συμβολικά ως το πρώτο έτος της καθ’ ημάς μετανεωτερικής νέας λίθινης εποχής, με το ξύλο να παίρνει κεφάλι και να βγάζει τη γλώσσα στα κοιμισμένα υποθαλάσσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων που περιμένουν τους απαλλοτριωτές τους.
Αυτό είναι η ειρωνεία της Ιστορίας. Δεν είναι μόνο οι Μάγια που διαψεύστηκαν στην προφητεία τους για το τέλος του ημερολογιακού τους χρόνου. Καθώς μετράμε αντίστροφα τις ώρες και τις μέρες για το τέλος του 2012, ίσως αντιληφθούμε πόσο μάταιη αποδεικνύεται η ισόβια πίστη που έχουμε ορκιστεί από τη γέννησή μας στον χρόνο του ημερολογίου και του ρολογιού.
«Αύριο είναι μια άλλη μέρα», λέει στην κλασική κοινοτοπία της η Σκάρλετ Ο’ Χάρα, υπονοώντας ότι η επόμενη μέρα κατά τεκμήριο θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Όπως ο επόμενος χρόνος θα είναι ευτυχέστερος και πιο καρποφόρος από τον προηγούμενο. Φευ! Καμιά εγγύηση δεν υπάρχει πια γι’ αυτό. «Έρχονται σκληρά και δύσκολα χρόνια», είναι η αυτοκρατορική, ειλικρινής και κυνική υπόσχεση της Μέρκελ στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που καλούνται να βιαστούν για το ραντεβού με το άγνωστο. Το ημερολόγιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, της οικουμενικής αγοράς, της γεωπολιτικής αναστάτωσης είναι γεμάτο γκρίζες ζώνες, δυσοίωνες προφητείες και χρονολογίες- σταθμούς που δεν σημαίνουν τίποτα απτό και θετικό για τη ζωή των ανθρώπων.
Αίφνης, την Πρωτοχρονιά του 2020 το ελληνικό δημόσιο χρέος υποτίθεται ότι θα έχει πέσει κάτω από το 120% του ΑΕΠ. Θα βρίσκεται δηλαδή εκεί που βρισκόταν το 2010, και ως εκ τούτου κάτι εξαιρετικό θα έχει συμβεί στη ζωή των εύπιστων νεοελλήνων, που θα πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα 12 χρόνων εξαφανισμένων στη «σκουληκότρυπα» του χωροχρόνου. Μαζί με τον εξαφανισμένο αφηρημένο χρόνο, θα έχει εξαφανιστεί κοινωνικός πλούτος 400 δισ. ευρώ, αντίστοιχος με δύο ετήσια ΑΕΠ, αφηρημένη αξία που θα φουσκώσει τους ισολογισμούς κέρδους πιστωτικών ιδρυμάτων και επενδυτικών κεφαλαίων. Κι αυτόν τον χαμένο ημερολογιακό χρόνο θα πρέπει να τον γιορτάσουμε ως άξια θυσία χρόνου και χρήματος. Η οπισθοδρόμηση θα γιορταστεί λαμπρά ως πρόοδος. Ο στάσιμος χρόνος, βιωμένος ως άθροισμα ανθρώπινων απωλειών, ατομικών και συλλογικών, θα βραβευτεί ως θρίαμβος της επιτάχυνσης.
Κατά κάποιο τρόπο, η εξέλιξη αυτή δικαιώνει τους Γάλλους κομμουνάρους του 1871, που πυροβολούσαν τα δημόσια ρολόγια για να υπογραμμίσουν την ενστικτώδη τους αντίδραση στον επερχόμενο θρίαμβο του ωρολογιακού καπιταλισμού. Όπως συνέβη με το ημερολόγιο που αποσπάστηκε από τον κύκλο των εποχών, της φύσης και του θρησκευτικού εορτολογίου, έτσι και το ρολόι δραπέτευσε από τα καμπαναριά των εκκλησιών που υπενθύμιζαν τις ώρες της προσευχής, για να εξυπηρετήσει τη νέα κοινωνική μηχανική του βιομηχανικού καπιταλισμού. Έγινε χρονόμετρο για το ωράριο της εργασίας, για τη μέτρηση της παραγωγικότητας, για την επιτάχυνση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων, για τον εθνικό και παγκόσμιο συγχρονισμό των συναλλαγών, για τον συντονισμό των διεθνών αγορών που μένουν άγρυπνες, έτσι ώστε όταν κλείνει η Ασία να ανοίγει η Ευρώπη, κι όταν η Ευρώπη αποσύρεται για φαγητό να πιάνει δουλειά η Αμερική. Γιατί το έξυπνο χρήμα δεν κοιμάται ποτέ. Το ρολόι μετράει τον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, μετράει ακόμη και τον νεκρό χρόνο, αυτόν του ύπνου, και τους ενοποιεί σε μια νέα, κοινή μηχανική διάρθρωση του χρόνου όπου ο παραγωγός είναι ταυτόχρονα καταναλωτής, δύο σε ένα, όπως του υπενθυμίζει κάθε συσκευή που χρησιμοποιεί στη δουλειά ή στην υποτιθέμενη σχόλη. Το PC, η μηχανή παραγωγής, το κινητό, το ρολόι χειρός, ακόμη και οι ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού μετρούν ακατάπαυστα τον χρόνο, τον κατακερματίζουν σε όλο και μικρότερες υποδιαιρέσεις, επιβάλλοντας την τυραννία της στιγμής. Όπου κάθε στιγμή δεν έχει πια άλλη χρήση και προορισμό από το να οδηγεί στην αμέσως επόμενη.
Τώρα, απαιτείται από εμάς μια κατάθεση στο μέλλον με αρνητικά επιτόκια. Οι δυνάμεις που επέφεραν την ανάπτυξη του γραμμικού χρόνου και την ακλόνητη πίστη στην πρόοδο μας καλούν να θυσιάσουμε τον χρόνο μας σε κάτι εγγυημένα λιγότερο απ’ αυτήν. Αντίφαση εγγυημένα σχιζοειδής. Θα χρειαστεί ένα θαύμα ή μια νέα ισχυρή πίστη στην οπισθοδρόμηση για να κρατηθούν τόσα δισεκατομμύρια άνθρωποι από την παρόρμηση να πυροβολήσουν και τα ρολόγια και τον χρόνο και τους χρονομέτρες.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Thomas Hylland Eriksen, «Η τυραννία τα στιγμής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου