Ο Εμπενίζερ Σκρουτζ απέστρεψε το βλέμμα από το παράθυρο και συγκεντρώθηκε αμυδρά στη λάμψη της τελευταίας λίρας που κέρδισε για σήμερα. Απορροφήθηκε από την όψη του αχνού περιγράμματος του προσώπου του. Είχε γεράσει πια, τα μαλλιά του ήταν άσπρα και κάπως μακριά. Αλλωστε δεν υπήρχε λόγος να πληρώνει συχνά τον κουρέα. Οι ρυτίδες γέμιζαν το μέτωπο και τα σκυθρωπά του μάγουλα. Ηταν πιο εμφανείς το βράδυ, όταν χαμογελούσε μετρώντας τα κέρδη του. Τα πρωινά, στο γραφείο του στο κέντρο του Λονδίνου, το πρόσωπό του ήταν παγωμένο. Μόνο έτσι, ψυχρός, χωρίς συναισθήματα, μπορούσες να επιβιώσεις στο Χρηματιστήριο, να διαχειρίζεσαι δάνεια, να εξαναγκάζεις λιγότερο ανθεκτικούς ανθρώπους στη χρεοκοπία και να απομυζάς τον πλούτο τους. Δεν είχε σημασία αν πεινούσαν, αν υπέφεραν από τη φτώχεια. Κάποτε, όλοι πεθαίνουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Θάμπωσε η λάμψη της λίρας στη σκέψη αυτή. Την έσφιξε στο χέρι του μόλις η πόρτα χτύπησε διστακτικά. Στο κατώφλι φάνηκε ο κλητήρας του, ο Μπομπ Κράτσιτ, που εργαζόταν κοκαλωμένος από το κρύο στο διπλανό δωμάτιο. Ηρθε να του ζητήσει την άδεια να φύγει και να του ευχηθεί «Καλά Χριστούγεννα».
Εκείνη την ώρα μπήκε στο γραφείο ο ανιψιός του ο Φρεντ. Ο γιος της αγαπημένης του αδελφής. Ηρθε να προσκαλέσει τον θείο του, για να δειπνήσει με την οικογένειά του. Στο άκουσμα της ευχής «Καλά Χριστούγεννα», ο Σκρουτζ του έδειξε ότι δεν είχε διάθεση για πολλά-πολλά καθώς ετοιμαζόταν για ύπνο. «Ψυχρά κι ανάποδα Χριστούγεννα, νεαρέ. Μεγαλύτερος γίνεσαι τέτοια μέρα και ούτε κατά μία λίρα πλουσιότερος». Φόρεσε το παλτό του, το καπέλο του, και πήρε τον δρόμο για το σπίτι.
Μία σκυφτή σιλουέτα περπατά στους χιονισμένους δρόμους της πόλης δίπλα στους τοίχους των κτιρίων. Με αργό βήμα και το βλέμμα προς τα κάτω εύκολα ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους που βιάζονται να φθάσουν σπίτι για να καθήσουν στο γιορτινό τραπέζι. Κάποιος τον παρακολουθεί. Ξέρει πού θα πάει, ξέρει τι θα κάνει σήμερα, αύριο και κάθε μέρα. Ξέρει τι έκανε ολάκερη τη ζωή του. Οι άνθρωποι δείχνουν χαρούμενοι από ψηλά, κοντοστέκονται και ανταλλάσσουν λόγια μεταξύ τους, νιώθουν αγάπη και καλοσύνη, ελπίδα ίσως για το μέλλον.
Ολοι νιώθουν διαφορετικά σήμερα το βράδυ, καθρεφτίζεται το συναίσθημα στη λάμψη των ματιών τους. Νιώθουν αλλά δεν μπορούν να δουν ψηλά. Καθώς η πόρτα κλείνει πίσω από τη σκυφτή φιγούρα, το σπίτι μοιάζει διαφορετικό. Ο Σκρουτζ πέφτει σιγά-σιγά για ύπνο και λίγο προτού κλείσει τα μάτια του ένας θόρυβος από αλυσίδες σπέρνει τρόμο στη γέρικη καρδιά του. Μπροστά στα μάτια του αιωρείται η φιγούρα του μακαρίτη συνεταίρου του, του Τζακ Μάρλεϊ. Ηταν κι αυτός φιλάργυρος και είχε μαζέψει πολλά λεφτά.
Ανασηκωμένος στο κιγκλίδωμα του κρεβατιού, ο Σκρουτζ ακούει με μισάνοιχτο τρεμάμενο στόμα τον Μάρλεϊ να τον προειδοποιεί. «Οι αλυσίδες είναι η ανταμοιβή για τη ζωή που έκανα. Για τα πλούτη που συγκέντρωνα, για την αδιαφορία που έδειξα προς όσους ζήτησαν τη βοήθειά μου. Θα σε επισκεφθούν τρία Πνεύματα. Και είναι η τελευταία σου ευκαιρία να αλλάξεις».
Στην τσέπη της πιζάμας του αναζήτησε να σφίξει εκείνη την τελευταία χρυσή λίρα. Αρχισε να τρέμει ο Σκρουτζ από ενοχές, αλλά τα Πνεύματα είχαν άλλη γνώμη. Το ταξίδι συνεχίστηκε στο παρόν. Στάθηκε αόρατος δίπλα στο φτωχικό τραπέζι του κλητήρα του, του Μπομπ. Πέντε παιδιά είχε και το μικρότερο, που δεν μπορούσε να περπατήσει, στηριζόταν στην πατερίτσα και τραγουδούσε. Η τελευταία λίρα, με τον γλυκό μεθυστικό ήχο, δεν υπήρχε στην τσέπη του Σκρουτζ.
Ποτέ δεν του είχε δείξει τον κόσμο έτσι η λίρα. Τύφλωνε η λάμψη της. Και ξύπνησε κάθιδρος, με λυγμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου