"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Η υπόσχεση ως εφιάλτης

Του ΘΑΝΑΣΗ Θ. ΝΙΑΡΧΟΥ

Χωρίς, βέβαια, να έχει υπόψη του το σχετικό απόσπασμα της ομιλίας του Χένρι Κίσινγκερ, ο Τζορτζ Όργουελ (που πέθανε το 1950) έχει γράψει: «Η γλώσσα των πολιτικών είναι έτσι φτιαγμένη ώστε τα ψέματα να φαίνονται αλήθειες και το έγκλημα αξιοσέβαστο, ενώ από την άλλη προσδίδει μια αίσθηση στερεότητας στον αέρα τον κοπανιστό».
Ο Κίσινγκερ, πολύ αργότερα, το 1975, σε ομιλία του, σε Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, είχε πει ότι «μετά το 2000 κανένα παιδί στον κόσμο δεν θα πέφτει για ύπνο το βράδυ νηστικό». Δεν χρειάζεται ούτε εφημερίδες να διαβάζεις ούτε τηλεόραση να βλέπεις για να γνωρίζεις, πολύ καλά, μάλιστα, πως, ενδεχομένως, ο αριθμός των παιδιών που πέφτουν το βράδυ για να κοιμηθούν, χωρίς να έχουν φάει, είναι, αν όχι μεγαλύτερος, ίσος τουλάχιστον με τον αριθμό των παιδιών που, πριν από τριάντα πέντε χρόνια, πέφτανε για ύπνο νηστικά.

Τη δυστυχία της γειτονιάς μας, της πόλης μας, της χώρας μας, του κόσμου ολόκληρου, δεν χρειάζεται να τη «διαβάσεις» για να την πληροφορηθείς. Τη μεταφέρει, θα ΄λεγες, ο ίδιος ο αέρας (ακόμη κι αν πρόκειται για ένα πανάλαφρο αεράκι) που πυκνώνει και μαυρίζει την ατμόσφαιρα ώστε ακόμη και ο κάθε ανυποψίαστος, αδιάφορος ή αναίσθητος να μπορεί να αισθανθεί μάρτυρας ή συνένοχος της δυστυχίας.
Και αυτό που καταλαβαίνει ο καθένας σήμερα, δεν μπορούσε να καταλάβει, πριν από τριάντα πέντε χρόνια, ότι θα εξακολουθούσε να συμβαίνει ο Χένρι Κίσινγκερ. Ήμαρτον. Ή μάλλον το γνώριζε πολύ καλά, αλλά όπως γνώριζε, επίσης, πολύ καλά, ότι αν εξακολουθούσε να ζει θα απολάμβανε τη σύνταξή του, δεν του στοίχιζε τίποτε να ξεστομίσει κάτι τόσο τρομερό.
«Οικογενειακή» τους υπόθεση όπως θεωρούν, συνήθως, οι πολιτικοί τη διαχείριση της ανθρωπότητας, με την ίδια ευκολία που θέλουν να πιστώνονται ευεργετικά για τον εαυτό τους μια μεγάλη ελπίδα, με την ίδια ευκολία γνωρίζουν πώς θα ξεχρεωθούν όταν η ελπίδα αυτή συμβεί να διαψευστεί. Πράγμα, βέβαια, που δεν θα συνέβαινε αν η ελπίδα, ή μάλλον η βεβαιότητα που μ΄ αυτήν μιλάνε, δεν αφορούσε ανθρώπους που δεν τους έχει απομείνει τίποτε άλλο παρά να περιμένουν, με λίγα λόγια η ζωή τους είναι μονόδρομος.
Αυτό ακριβώς είναι που κάνει ακόμη εγκληματικότερη μια σχετική απόφανση («κανένα παιδί στον κόσμο δεν θα κοιμάται νηστικό») που, έτσι κι αλλιώς, δεν την ξεστομίζεις, ακόμη κι αν γνωρίζεις πως είναι ελάχιστο το περιθώριο να διαψευστείς. Είναι αδιανόητο να λέγεται οτιδήποτε μέσα σε μια οικογένεια, ή σε μια χώρα- πόσω μάλλον ν΄ ακούγεται στον πλανήτη ολόκληρο- που η προοπτική να διαψευστεί μεταβάλλει αυτόματα την ελπίδα σε εφιάλτη. Αν ο Κίσινγκερ θα έπρεπε να δικαστεί και να καταδικαστεί ως εγκληματίας πολέμου, είναι γιατί, συνειδητότατα, παρενέβαλε μέσα στον κόσμο μια βεβαιότητα που το ενδεχόμενο να αρθεί μόνον ως εκτέλεση εξ επαφής μπορεί να νοηθεί.

Δεν είπε ο Κίσινγκερ πως κανένα παιδί δεν θα στερείται το παιχνίδι, γιατί ήξερε πολύ καλά πως σε όσο οδυνηρότερη περιοχή για τον άνθρωπο σκοπεύσει, τόσο μεγαλειωδέστερο θα γίνει προσωρινά το μέγεθός του. Χρησιμοποίησε, δηλαδή, το αδιαπραγμάτευτο, με οποιαδήποτε έννοια, αίσθημα της πείνας, και μάλιστα στη «διακεκαυμένη περιοχή» της παιδικής ηλικίας, προκειμένου να ταυτιστεί με την ελπίδα μιας αλλαγής που δεν έχει υπάρξει ποτέ στον πλανήτη. Θα αισθάνθηκε με τον τρόπο αυτό, παρά το ανυπολόγιστο βάρος του προβλήματος, τη ζυγαριά να γέρνει προς την πλευρά που ήταν τοποθετημένος ο ίδιος και το όνομά του. Η Ιστορία, δηλαδή, υποχείριο ενός φτηνού υπολογιστή.
Θα μας σηκωνόταν, κυριολεκτικά, η τρίχα αν υπολογίζαμε πόσοι, τελικά, πολιτικοί που θέλουν να μεγιστοποιήσουν την παρουσία τους χρησιμοποιούν ως άλλοθι το μέλλον που όσο περισσότερο τους κατατρώει, υποτίθεται, η έγνοιά του, τόσο πιο δυσοίωνο διαγράφεται.
Για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν υπολογίζει πως αν είναι αδιανόητο να υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε, συμβαίνει, τελικά, γιατί όσοι έχουν παραχορτάσει ή παραχορταίνουν είναι στην ουσία πολύ πιο πεινασμένοι ηθικά. Μόνον αν λογαριάζαμε τον πεινασμένο ηθικά πολύ πιο αξιολύπητο, τότε μόνον θα γινόταν αδιανόητο να υπάρχουν άνθρωποι που γουργουρίζει η κοιλιά τους από την πείνα.
Το αίσθημα της δικαιοσύνης και της ευταξίας θα συνεχίσουν να θίγονται και να προσβάλλονται «νομιμότατα» όσο η υλική ένδεια θα μας τρομάζει απείρως περισσότερο από την ηθική ένδεια, που δεν αποκλείεται μάλιστα να θεωρούμε την ύπαρξή της ως επιβράβευση ενός ανθρώπου.

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».

Δεν υπάρχουν σχόλια: