"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


«Η σωτηρία της Αθήνας», Παραμύθι του 2009

Tης Eλενης Mπιστικα

Μια φορά και ένα καιρό στο Παλάτι που είχαν δει και αν είχαν δει, πράγματα και θάματα αυτοί που το κατοίκησαν, έπεσε μεγάλη ανησυχία.

Η μοναχοκόρη του Αρχοντα Αθάνατου, η βαφτισιμιά, έχουν να λένε, της θεάς Αθηνάς, η όμορφη Αθήνα, ξακουστή για τη σοφία και την καλοσύνη της στα πέρατα του κόσμου, κινδύνευε σοβαρά. Η ζωή της και αυτή των υπηκόων της, κρεμόταν από μια κλωστή και ο άρχοντας Αθάνατος ήταν ανάστατος, βλέποντάς τη, μέρα με τη μέρα, να μαραίνεται μπρος στα μάτια του χωρίς κανείς να μπορεί να τη βοηθήσει.

Ολοι οι σοφοί γιατροί του κόσμου που είχαν έρθει και την είχαν εξετάσει, κουνούσαν το κεφάλι τους μπροστά στην ξαφνική κατάρρευση της υγείας της που έμοιαζε «μη αναστρέψιμη».

«Εδώ είναι παραμύθι, τέτοιοι ιατρικοί όροι δεν έχουν θέση», εξοργίσθηκε ο Αθάνατος. «Εδώ έχουμε άγριους δράκους και γενναία βασιλόπουλα που θα ’ρθουν να τη σώσουν από τα νύχια του κακού. Δεν ανέχομαι να μου λέτε πως τίποτα δεν μπορεί να κάνει καλά ξανά την Αθήνα μου. Βρείτε τρόπο να τη σώσετε, αλλιώς σας παίρνω τα κεφάλια σας, εδώ και τώρα» αγρίεψε για τα καλά ο Αθάνατος.

Αλλά οι σοφοί δεν τρόμαξαν και του αντιμίλησαν: «Αλλων να πάρετε τα κεφάλια. Κανείς γιατρός δεν μπορεί να σώσει την κόρη σας γιατί δεν έχει τίποτα η υγεία της. Εζησε χιλιάδες χρόνια και μπορεί να ζήσει αιώνες ακόμη. Εχει πάρει από σας, αρκεί...»

«Αρκεί τι; Μιλήστε καθαρά» τους διέκοψε ο Αθάνατος.

«Αρκεί να μην ακούει τους σωτήρες της. Αυτοί είναι η αιτία του κακού», έκαναν τη διάγνωση οι σοφές κεφαλές και έφυγαν, γρήγορα γρήγορα, όσο ήταν ακόμη στη βάση τους, στερεωμένες.

Σειρά του άρχοντα Αθάνατου να χάσει τη μιλιά του, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. «Μα τι λένε αυτοί; Κινδυνεύει η Αθήνα μου από τους σωτήρες της; Και τότε ποιος θα τη σώσει; Ποιος θα τη βγάλει από τη βαριά μελαγχολία της; Ενα φάρμακο, βρείτε μου! Το αξίωμά μου για ένα φάρμακο!», φώναξε απελπισμένος.

Αλλά δεν ήταν εκεί κανείς να του απαντήσει. Ηταν μόνος με την αγωνία του, είχαν φύγει όλοι. Πλησίασε στο παράθυρο και ακούμπησε το πυρωμένο μέτωπό του στο τζάμι, να το δροσίσει. Το βλέμμα του έπεσε μακριά, πέρα στον Βράχο, τυλιγμένο με τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος και κεντημένο με λιγνά κυπαρίσσια. Στην κορυφή του έλαμπε, ολόλευκο, σμιλεμένο από δόξα και μάρμαρο, το στέμμα της Αθήνας, μνημείο αιώνιο κι όμως έργο ανθρώπων. Ερχονταν να το προσκυνήσουν και να το θαυμάσουν από την άκρη του κόσμου.

Κι όλοι ρωτούσαν «μα, πώς μπόρεσαν κι ανέβασαν τέτοιους όγκους μάρμαρο εκεί ψηλά, στον γυμνό Βράχο»;

«Από τα χαμηλά στα ψηλά» τους απάντησε ο γέρος φωτογράφος του Παρθενώνα, αλλά δεν του ’δωσαν σημασία. Είχαν τις ψηφιακές μηχανές τους οι μακρινοί επισκέπτες των σελίδων αυτού του παραμυθιού...

Το φάρμακο

«Από τα χαμηλά στα ψηλά», μονολόγησε ο Αρχοντας, που το ’χε ακούσει παιδί από τη γιαγιά του.

Σκαλί, σκαλί. Βήμα με βήμα. Από τα δύσκολα στα λίγο πιο εύκολα. Ετσι έγιναν όλες οι μεγάλες ανακαλύψεις, κερδήθηκαν μάχες, σώθηκαν χώρες από κακοδαιμονία. Από τον απλό στρατιώτη στον στρατάρχη, από τον ψηφοφόρο στον πρωθυπουργό, από τον καθένα για όλους... Και πάντα από τα χαμηλά στα ψηλά... Οπως ακριβώς η εικόνα της Αθήνας απέναντί του, ώς εκεί που έφθανε το βλέμμα του καθώς έπεφτε το σούρουπο. Από τα χαμηλά πρώτα σπιτάκια με τους κήπους και τα δέντρα τους, σκαλί - σκαλί οι κεραμιδένιες στέγες, με τις καμινάδες τους, τ’ αρχοντικά με τα ψηλά, τοξωτά παράθυρα και τις πήλινες Κόρες, κι ακόμη ψηλότερα τα σπίτια που χτίστηκαν για να χωρέσουν πολλούς ανθρώπους, με τέντες αλλά και γλάστρες στα μπαλκόνια.

Σύνορο ο Ιερός Βράχος που αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι πάτησαν, για να χτίσουν τον υπέρλαμπρο Ναό, από τα χαμηλά στα ψηλά, με απόφαση. «Το φάρμακο είναι η απόφαση και πρέπει να το πάρουν όλοι, αρχίζοντας από τον καθένα και πάντα από τα χαμηλά στα ψηλά», σκέφθηκε ο Αθάνατος. Απέναντί του, μπροστά στα μάτια του, είναι η σωτηρία της Αθήνας. Λάμπει τη μέρα στο φως του ήλιου, φέγγει τη νύχτα και γνέφει στους πολίτες της Αθήνας «μακριά από τους σωτήρες». Μόνοι σας. Σκαλί - σκαλί ο δρόμος ώς την κορυφή:

– Και μετά τι έγινε; Πήρε το φάρμακό της η Αθήνα; Εζησε αυτή καλά και οι υπήκοοί της καλύτερα;

Πολλά ζητάς! Δεν λένε τέτοια τα παραμύθια σήμερα...


πηγη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: