"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Δεν αντέχουμε άλλο να βλέπουμε να ρημάζετε τις ζωές μας

«Απ’ τα τσακάλια,
δε γλυτώνεις μ’ εφκές ή παρακάλια»
(Κ. Βάρναλης).


Δεν μας κλέψατε μονό τον ισχνό μισθό μας, που με δικά μας έξοδα μας δίνατε.

Μας ΚΛΕΨΑΤΕ τους πιο ακριβούς θησαυρούς μας, που μέσα στην παλιά κασέλα
κρύβαμε:

Την ελπίδα για το αυριανό σαλπάρισμα, προς μια καινούργια χώρα.
Τα εισιτήρια για το ταξίδι μας, για μια ζωή που μας αξίζει.
Το κρυφό ανεπίδοτο γράμμα στους κυβερνήτες μας, που μας πρόδωσαν.
Τη φωτογραφία του πεθαμένου καπετάνιου μας, να καλαφατίζει ολοκαίνουργο
καράβι, πλησίστιο για το λιμάνι της ελπίδας.
Τη φωτογραφία της γιαγιάς, με τα παραμύθια, για τις όμορφες αλλοτινές μέρες.
Τη χαρά, να βλέπουμε το χαμόγελο στα χείλη των παιδιών μας κι όλων των
παιδιών, στο πρωινό ξεμύτισμα του Ήλιου.
Τα μυστικά σχέδια των «επαναστάσεών» μας, για όλα όσα μας πληγώνουν.
Όλες τις ιδανικές μας αυταπάτες, που μας κρατούσαν στη ζωή.

ΠΟΥΛΗΣΑΤΕ όλα τα υπάρχονταά μας, αντί πινακίου φακής, στις άπληστες αγορές και το αντίτιμό τους το καταχραστήκατε.

ΜΑΣ ΑΦΗΣΑΤΕ ΑΛΑΛΟΥΣ, χωρίς τη θεϊκή μας γλώσσα, να ψελλίζουμε γρυλίσματα δήθεν ευρωπαϊκά.

ΜΑΣ ΚΛΕΙΣΑΤΕ Τ’ ΑΥΤΙΑ, για να μην ακούμε τον απολλώνιο ύμνο μας, πάρα μόνο το τιντίρισμα του άνομου χρυσού σας και το γρύλισμα των αδόντων αιδοίων της τηλετύφλωσης.

ΜΑΣ ΤΥΦΛΩΣΑΤΕ για να μην βλέπουμε τον δικό μας Παρθενώνα, πάρα μόνο τη
γύμνια των χρυσωμένων οπισθίων της παγκοσμιοποιημένης αγοράς σας.

ΜΑΣ ΜΑΘΑΤΕ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ και με καλοδεχούμενες λέξεις από όλες τις λογοκρισίες. Με κομψές εκφράσεις που δεν ενοχλούν καμία καθεστηκυία τάξη. Να μην λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, και τους κλέφτες κλέφτες.

Τώρα στα σχολεία διδάσκουν:
«Την εποχή των αγενών μετάλλων» (Μ. Αναγνωστάκης).
Την νεοφιλελεύθερη ιστορία του συνωστισμού της Σμύρνης.
Την πολυπολιτισμική αρλούμπα της εκρίζωσης των μύθων και των παραδόσεων ενός λαού που γέννησε τον μύθο και τον έκανε παράδοση.

Μυθοδίαιτος, όμως, είναι ο άνθρωπος. Αδύνατον να ζήσει χωρίς μύθο.

ΜΥΘΟΠΟΙΗΣΕ ΤΗΝ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ.
Κι έμεινε ξυλάρμενο μέσα στον ωκεανό του παγκοσμιοποιημένου τίποτα.

Να, έρχονται, οι παγκοσμιοποιημένοι τυμπανιστές:
Του χυδαίου ρυθμού των ορμονών του σεξ (όχι του έρωτα).
Της ασχήμιας των καταναλωτικών παραισθήσεων.
Του βόρβορου των χρηματοπιστωτικών ψευδαισθήσεων.
Της καταφρόνιας των κοινωνικών διεκδικήσεων.

Οι προγραφείς τεχνοκράτες.
«Οι ληξίαρχοι των ημερών μας» (Μ. Αναγνωστάκης), από την Εσπερία.

Τα ΠΗΡΑΝΕ όλα, τα ΚΛΕΨΑΝΕ όλα, τα ΧΑΛΑΣΑΝΕ όλα.
Αυτοί, των ονείρων οι παγκοσμιοποιημένοι τρομοκράτες.

Ελαύνουν, τα επίλεκτα αγήματα:
Των βιαστών της εθνικής μας συνείδησης.
Των κερδοσκόπων του ιδρώτα του λαού μας, ντόπιων και ξένων.
Των «περάστε αυθέντα» πολιτικατζήδων μας.
Των εκμαυλιστών των οραμάτων μας.
Των δολοφόνων των ονείρων μας.
Των εργολάβων του ξεπουλήματος της χώρας μας

Εμείς, όμως, μήτε το Κουραδονήσι μας σας πουλάμε, αχρείοι της Εσπερίας (ντόπιοι και ξένοι).

Σπουδαγμένοι της Δύσης, περπατάτε πάνω στους μύθους του Ησιόδου, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη.
Πατάτε πάνω στους ώμους του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ηράκλειτου, του Παρμενίδη, του Εμπεδοκλή.
Ζείτε μέσα στο πιθάρι του Σκύλου Διογένη και των άλλων κυνικών.
Γράφετε Ιστορία με τη γραφίδα του Θουκυδίδη.

Και ξεχνάτε, υπερφίαλοι αθέμιστοι (Όμηρος), απόφοιτοι των φώτων της Εσπερίας, πως: Στο ίδιο τούτο το χώμα, ο ίδιος λαός, εδώ και 3.000 χρόνια μιλάει την ίδια γλώσσα και λέει τον ουρανό, ουρανό• τη θάλασσα, θάλασσα• τη γη, γη• τον αέρα, αέρα.

Και δεν μάθατε, σεις, οι πολιτισμένοι της Δύσης, πως:
Πολλοί γαρ πλουτούσι κακοί, αγαθοί δε πένονται.
Αλλ’ ημείς αυτοίς ου διαμειψόμεθα της αρετής τον πλούτον:
μα εμείς δεν θ αλλάξουμε την αρετή με τα δικά τους πλούτη. (Σόλων)

Και δεν περνάει από τον νου σας, σας διαφεύγει, Κήνωνες φύσγοντες: χοντροκοιλαράδες, (Αλκαίος, λυρικός ποιητής από τη Μυτιλήνη) πως:
«Με την αρετή η Ελλάδα, αντιμάχεται την φτώχεια και τη σκλαβιά: Αρετή διαχρεωμένη η Ελλάς την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην» (Ηρόδοτος).

Την αρετή μας την ξεφτίσαμε με τα χρυσοστόλιστα ψιμύθια, που μας πασάρατε. Μα υπάρχει, αλώβητη, η ανάμνησή της.

Κάπου, κρυφά, στη θάλασσα της ψυχής μας, στις θάλασσες της ελληνικής πατρίδας, κάτω από «τον ήλιο τον ηλιάτορά μας», αρμενίζει «το τρελοβάπορο» των Ελλήνων Ανθρώπων.

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
Χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
Βάσανα ξεφορτώνει και αναστεναγμούς
...
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
Μπήκαμε μεσ’ στα όλα και περάσαμε. (Ο. Ελύτης).

Γιατί, ευρωπαιοχρυσαγορίτες — Ευρωπαίοι και χρυσά αγόρια (golden boyes για τους αγγλοβαρεμένους και αγορά) και ΗΠΑνθρωποι και ΔΝΤ (Διεθνή Νομισματικά Τέρατα) στα μέρη τα δικά μας, (σ.σ. στην καθ’ ημάς Ανατολή), κάνει ό,τι ώρα μας αρέσει κι ας λένε τα Γκρήνουιτς, (Ο. Ελύτης). Με μια απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό το «κάνει ό,τι ώρα μας αρέσει»: Η ευαισθησία και η εντιμότητα δεν αγοράζονται, ούτε πωλούνται στην αγορά.

Γιατί, κι άλλοτε, «Όταν σηκώσαμε τη σημαία αναντίον της τυραγνίας»,

Μαζί με τον «αγράμματο» Μακρυγιάννη μας — μακάρι να μπορούσαν να νιώσουν μια λέξη του οι «φωτισμένοι» Δυτικοί.

Μαζί με τον αθυρόστομο-ελευθερόστομο, «κλάστε μου τώρα τον μπούτζον», Καραϊσκάκη μας (Δ. Φωτιάδη, Καραϊσκάκης, σελ. 885), τον δολοφονημένο από τους ξένους και τους ντόπιους σφουγγοκωλάριούς τους.

Μαζί με όλους του πατριώτες Έλληνες, από καταβολής της ιστορίας του λαού μας — κι ας μην έλειψαν οι προδότες, οι ρουφιάνοι, οι δωσίλογοι, οι κάλπηδες, οι πατριδέμποροι. Κι ο Νόμος, «των ανόμων ασπίδα».

Γιατί, και τότε, «Ξέραμε ότι είναι πολλοί... κι έχουν όλα τα μέσα... όμως πολεμούμεν όσο μπορούμεν ανατίον της τυραγνίας». (Μακρυγιάννης).

Γιατί, για τους Έλληνες (όχι για τους μεταμοντέρνους νεοελληναράδες πατριδεμπόρους):

«Ουδέν γλύκιον πατρίδος» (Όμηρος).

«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
Μόνον ετούτον αγαπώ» (Ο. Ελύτης).

Δεν υπάρχουν σχόλια: