"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Ελεύθεροι πολιορκημένοι στην Ομόνοια

Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΒΡΑΔΕΛΗ

«Η συνέντευξη θα πρέπει να έχει τελειώσει μέχρι τις 6. Μετά δεν βγαίνουμε από το σπίτι μας ακόμη και αν θα κάνει σεισμό. Μετά τις 6 το απόγευμα δεν υπάρχουμε».

Για όσους ζουν μακριά από το κέντρο της Αθήνας- στους δρόμους γύρω από την Ομόνοια- ακούγονται υπερβολικά τα λόγια της Τζίνας, μιας από τους τελευταίους Ελληνες κατοίκους στο γκέτο που βρίσκεται στην καρδιά της πρωτεύουσας.

Σ΄ αυτήν την περιοχή οι εναπομείναντες κάτοικοι πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ μόνο το πρωί, τα καφέ κλείνουν το αργότερο στις 8 το απόγευμα, η εκκλησία κάνει εσπερινό 2 ώρες νωρίτερα από όλες τις υπόλοιπες στην Αθήνα, τα Σαββατοκύριακα είναι ημέρες που «απαγορεύεται» η κυκλοφορία στους δρόμους και όλοι σχεδόν οι κάτοικοί της έχουν κάνει αίτηση για άδεια οπλοφορίας.

Το ραντεβού με Ελληνες που εξακολουθούν να ζουν στην «κάτω πλευρά» της Ομόνοιας δόθηκε στο «Καφενείο των Μουσικών» του Δημήτρη, στην οδό Σατωβριάνδου. Ενα από τα τελευταία ελληνικά καφενεία στην περιοχή του κέντρου της Αθήνας και αλλοτινό στέκι μουσικών και καταστηματαρχών που εκεί έκλειναν τα σχήματα για τις πίστες. Μέχρι να μπω στο καφενείο είδα τουλάχιστον 8 ανθρώπους να χτυπούν ενέσεις σε διάφορα σημεία του σώματός τους και γυναίκες αποστεωμένες από τα ναρκωτικά να παρακαλούν για μια γρήγορη ερωτική συνεύρεση με αντίτιμο 10 ή 20 ευρώ.

«Και πού να πάω;»
Πρώτη μπήκε στο καφενείο η Τζίνα. Γέννημα- θρέμμα της περιοχής. Μένει στην οδό Βερανζέρου, «γιατί εδώ είναι το σπίτι μου και δεν θα με διώξει κανείς», όπως λέει και κάνει συλλογή με τα δεκάδες απειλητικά μηνύματα για τη ζωή της. Η αιτία όπως εξηγεί «η ενεργή ενασχόλησή μου με τα προβλήματα στην περιοχή μου και με το ότι δεν ανέχομαι το κέντρο της Αθήνας των δύο ταχυτήτων. Αυτό πάνω από την Ομόνοια, που λειτουργεί κανονικά, και αυτό κάτω από την πλατεία που είναι ένα τεράστιο γκέτο». Η κόρη της είναι η μοναδική αιτία που σκέφτεται πλέον σοβαρά να εγκαταλείψει το σπίτι της αν και όπως λέει «με τα λεφτά που θα πιάσω αν πουλήσω το σπίτι μου στην καλύτερη περίπτωση θα καταφέρω να αγοράσω ένα σπίτι στην Αχαρνών. Δηλαδή από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη».

Ακολουθεί η κ. Βασιλική Βραχωρίτη με την κόρη της Φρόσω που ζουν στην οδό Μάγερ, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά α πό την Πλατεία Ομονοίας, από τον Ιούνιο του 1967. «Ο άντρας μου είχε πρακτορείο ΠΡΟΠΟ στην Ομόνοια. Κάθε βράδυ γυρίζαμε από το μαγαζί φορτωμένοι με λεφτά. Ποτέ κανένας δεν μας πείραξε. Ποτέ δεν σκεφτήκαμε πώς θα μπορούσε να υπάρχει κάποιος που θα μας λήστευε», λέει η κ. Βασιλική και την πιάνουν τα κλάματα. Τη Μεγάλη Παρασκευή ήταν η μοναδική φορά που αποφάσισε να βγει χωρίς τη συνοδεία της κόρης της από το σπίτι της για να πάει στην εκκλησία. Δεν είχε κάνει ούτε δέκα βήματα από τα σκαλιά του Αγίου Κωνσταντίνου όταν κάποιος της τράβηξε από τον λαιμό τη χρυσή αλυσίδα που φορούσε. «Επεσα κάτω και χτύπησα. Τα αίματα όμως στα γόνατά μου ήταν το λιγότερο που με πείραξε. Αυτός όμως που με έκλεψε πήρε μαζί του το μενταγιόν του συχωρεμένου του γιου μου, από τα πιο πολύτιμα πράγματα που είχα».

Οι επαγγελματίες
Ο δικηγόρος κ. Κώστας Μυτούλης έχει το γραφείο του στη Σατωβριάνδου. Μέχρι το 2003 που λειτουργούσε το Εφετείο, η περιοχή θεωρούνταν «λαχείο» για τους δικηγόρους. Σχετικά φθηνά ενοίκια και αρκετή δουλειά. «Από το Πάσχα του 2007 και ύστερα οι πελάτες που τόλμησαν να έρθουν στο γραφείο μου είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ακούν την οδό Σατωβριάνδου και τρομάζουν. Πλέον αναγκάζομαι να πηγαίνω εγώ να τους βρίσκω», λέει ο κ. Μυτούλης.

«Σποραδικά συναντάω κάποιους από τους συμμαθητές μου στο δημοτικό σχολείο της οδού Ακομινάτου. Οι περισσότεροι έχουν φύγει. Και όσοι δεν το έχουν κάνει, το έχουν πάρει απόφαση και περιμένουν να βρουν να πουλήσουν τα σπίτια τους για να φύγουν», λέει η Φρόσω Βραχωρίτη, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή. Πριν από λίγες ημέρες- λέει- μια οικογένεια πούλησε το καλοδιατηρημένο τριάρι της για 50.000 ευρώ και έφυγε. «Το να μένεις στο κέντρο του Λονδίνου, του Παρισιού, της Ρώμης, της Πράγας σημαίνει πως είσαι ιδιαίτερα ευκατάστατος. Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει για ποιον λόγο το κέντρο της Αθήνας είναι τόσο υποβαθμισμένο όπως ενδεχομένως κανένα άλλο κέντρο πόλης σε ολόκληρο τον κόσμο;» αναρωτιέται η Φρόσω.

«Εδώ έμενες συνήθως επειδή το διάλεγες»
«Η ΠΕΡΙΟΧΗ ποτέ δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε “αναβαθμισμένη”. Εδώ έμενες συνήθως επειδή το διάλεγες. Ηταν όπως πάντοτε μια ήσυχη περιοχή με μεγάλη εμπορική δραστηριότητα», λέει η οικονομολόγος και εμπειρογνώμονας στην Ε.Ε Ελένη Σπανού. Εζησε 24 χρόνια στην περιοχή, μετακόμισε για 2 χρόνια στο Παλαιό Ψυχικό, το οποίο και εγκατέλειψε τρέχοντας και τα τελευταία 14 χρόνια επέστρεψε σε αυτό που αποκαλεί «σπίτι» της. «Ενιωθα πως πνιγόμουν στα βόρεια προάστια. Οι φίλοι μου όταν έμαθαν πως αγόρασα και πάλι σπίτι στη Σατωβριάνδου νόμισαν πως τα είχα χάσει. Η ζωή εδώ όμως ήταν πολύχρωμη». Πριν από λίγες ημέρες έπεσε και πάλι θύμα ληστείας από άγνωστο που την απείλησε με μαχαίρι.

Δείχνουν τον σωρό των επιστολών που έχουν στείλει στον δήμο, τα υπουργεία Υγείας και Προστασίας του Πολίτη, στις υγειονομικές υπηρεσίες. Ολες οι απαντήσεις φωτοτυπία της προηγούμενης και λύση καμία. «Στην περιοχή έρχομαι κάθε μέρα τα τελευταία 40 χρόνια. Από τότε που ο μπαμπάς του Δημήτρη ανέλαβε το “Καφενείο των Μουσικών”. Αυτή η κατάσταση δεν υπήρχε ποτέ», ακούγεται η φωνή του Τιμολέοντα Τζάνη. «Ρεμπέτης» στο επάγγελμα όπως συστήνεται, έρχεται στο καφενείο για να βρει άλλους μουσικούς που τον βοηθούν να μεταφέρει τους στίχους του στο χαρτί «διότι αγράμματος», όπως λέει.

«Μήπως όλα όσα λέτε είναι ρατσιστική αντιμετώπιση των αλλοδαπών που ήρθαν να μείνουν στη γειτονιά σας;» τους ρωτάω.

Αντί απάντησης καλούν τον Αμίρ από το Πακιστάν που έχει μαγαζί με είδη κινητής τηλεφωνίας και πριν από μερικές μέρες ειδοποίησε τον έλληνα ιδιοκτήτη του μαγαζιού του πως φεύγει από την περιοχή αφού κουράστηκε να τον κλέβουν. Το ίδιο και ο Μοχάμεντ, που πουλάει ρούχα. «Οι Αλβανοί είναι οι καλύτεροί μου φίλοι στην περιοχή», λέει ο Δημήτρης και φωνάζει από το διπλανό καφενείο τον Γιώργη. Οι δύο τους μαζί με μια παρέα Ουκρανών, που έχουν ανοίξει εστιατόριο λίγο παραπέρα, έχουν αναλάβει ο ένας να προστατεύει την επιχείρηση του άλλου. «Γράψε πως ζητάμε μόνο ένα πράγμα. Τη ζωή μας πίσω». Το ρολόι έδειχνε έξι παρά πέντε.

ΠΗΓΗ ΤΑ ΝΕΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: