Στο προηγούμενο κείμενο με τίτλο "Ένα μείζον σημερινό ελληνικό αναπάντητο", είχαμε μεταξύ άλλων αναρωτηθεί: "Πως έγινε ο χθεσινός άρχοντας να μεταποιηθεί, μέσα σε μια γενιά, σε υπανάπτυκτο λιμασμένο καταναλωτή, αποχαυνωμένο οπαδό γελοίων κομμάτων, άγλωσσο ανθρωπάκι αισθητικά εκβαρβαρισμένο, μικρονοικό φίλαθλο" κλπ κλπ, που πιθηκίζει αλλότριες κοινωνίες, ενδεχομένως και να ντρέπεται λίγο για τα μεσογειακά και βαλκανικά χούγια μας, πολλοί ίσως να ντρέπονται ακόμα και για τους αγράμματους γονείς τους, εν ονόματι κάποιου δήθεν κοσμοπολιτισμού και εξωστρέφειας-"καλπικον δάνειον", χωρίς αντίκρισμα.
Με την ενθαρρυντική ανταπόκριση πολλών αναγνωστών, συνεχίζουμε σήμερα με ένα κείμενο εντός θέματος μεν, αλλά σαφώς εκτός συρμού. Θα βρει άραγε θέση μέσα στην άτεγκτη καθημερινότητα; Θα το χωρέσει η ντοπαρισμένη επικαιρότητα; Θα έχει κάποια τύχη κόντρα στην αδηφάγα όρεξη για πληροφόρηση κάθε λογίς; Θα το αντέξει... η σκηνή; Θα φανεί στο επισκεπτήριο...
Τρία ελάσσονα ερωτήματα λοιπόν σήμερα, που εμμέσως συμποσούνται στο μείζον του προηγούμενου κειμένου, μέσα από τρεις μικρο-ιστορίες, απ΄ αυτές που ούτε διδάσκονται, ούτε διδάσκουν πια: Ενός αναξιοπαθούς ιερωμένου παλαιάς κοπής. Ενός αλκοολικού που προσπαθούσε να περισώσει όση αξιοπρέπεια του είχε απομείνει και ενός ζευγαριού -γιαγιάς και εγγονής- σε ένα μετακατοχικό επαρχιακό παζαράκι. Τρεις αναφορές, σαν μνημόσυνο σε μακρινούς συγγενείς.
Πρώτο έλασσον αναπάντητο
Σε τί βάθη αναξιοπάθειας να είχε φτάσει ο απλοϊκός χωρικός ιερωμένος της δεκαετίας του ΄50, ώστε να αντέξει την άκρα ταπείνωση να κάνει αυτό, που στη συνέχεια κύριος οίδε πόσες μετάνοιες θα χρειαζόταν για να τού συγχωρεθεί;
Να τηλεφωνεί κάθε πρωί, επί μια εβδομάδα, στο γειτονικό κεφαλοχώρι, ρωτώντας με αγωνία κάθε φορά: "Αχτύπης απεβίωσε;", ευελπιστώντας, ανομολόγητα, ότι το μοιραίο θα είχε επέλθει και ότι οι οικείοι τού ετοιμοθάνατου μεγαλονοικοκύρη Αχτύπη, θα χρειάζονταν τις υπηρεσίες του, μαζί με των άλλων ιερωμένων της περιοχής, που τραγικά πενόμενοι, συντηρούσαν τις οικογένειές τους κυρίως με παρόμοια "τυχερά".
Ένα τέτοιο τυχερό ανέμενε, αν δεν εύχονταν κιόλας, ο αγαθότατος, κατά τα άλλα, ιερέας, που αχάραγα, κρυφά-κρυφά δηλαδή, τηλεφωνούσε από το κοινοτικό τηλέφωνο της εποχής, με χίλιες προφυλάξεις, για να ρωτήσει, συνωμοτικά, σε άψογη λόγια διατύπωση και άκρως λακωνικό τηλεγραφικό επαγγελματισμό: "Αχτύπης απεβίωσε;..."
Δεύτερο έλασσον αναπάντητο
Γιατί έπρεπε να λείψει πρώτα από κοντά μας για να καταλάβουμε, επιτέλους, τη σπαραχτική ανάγκη που ένιωθε ο ηλικιωμένος αλκοολικός συγχωριανός μας να απαλύνει τις, απαξιωτικές το λιγότερο, εντυπώσεις μας για τις καθημερινές, τις κατά μόνας, υπό το φως του ήλιου, πρωινιάτικες σχεδόν, στεγνές, δημόσιες οινοποσίες του;
Όταν η αναζήτηση - ζητιανιά για κάποιον συμπότη-εθελοντή, που θα επέτρεπε με την παρουσία του να μοιραστούν τα σχόλια, να χρεωθούν στα δυο οι εντυπώσεις, οι ειρωνείες, οι μπηχτές απέβαινε ατελέσφορη, δεν απέμενε παρά η παραπλάνησή μας, μέσα από εφευρετικές, όσο και απέλπιδες... μηχανορραφίες: Όπως οι ιλαροί, στερεότυποι μεν θεατρικότατοι δε, μονολόγοί του: "Πούντος μωρέ ο άχρηστος... Πήγαινε εσύ, μου είπε, παράγγειλε ένα μισόκιλο και έρχομαι... Ακόμα τον περιμένω... Δεν φταίει αυτός, εγώ φταίω που άφησα τη δουλειά μου για χατίρι του..." Ή σε παραλλαγή: "Τι να τον κάνω το μασκαρά ... με έχει εδώ και περιμένω μισή ώρα... Θα ξανάρθει για παρέα, αλλά θα τον στείλω από ΄κει που ήρθε... Εχασα μισή ώρα περιμένοντάς τον..."
Μονόλογοι, που τους εκφωνούσε θυμωμένα τάχα και μεγαλόφωνα, ώστε να γίνει χωρίς εξαίρεση αντιληπτό αυτό που το- εν είδει σκηνογραφίας, παραγγελμένο επί τούτω, σε ρόλο προπομπού της συνάντησης,- δεύτερο ποτήρι στο τραπέζι, εμμέσως πλην σαφώς διαλαλούσε: την ύπαρξη-παρουσία δηλαδή στο τραπέζι, συμμέτοχου συμπότη, συντροφιάς, παρέας βρε αδελφέ...
Παρέας που, αργοπορημένη τάχα, όπου νάναι θα κατάφθανε, για να μετατρέψει, με την υποτιθέμενη παρουσία της, την οδυνηρή, μοναχική, στεγνή, ψυχρή πρωινιάτικη κατανάλωση αλκοόλ σε συντροφική, φυσικότατη κοινωνική συναναστροφή, όπως όλων ημών των υπολοίπων...
Τρίτο έλασσον αναπάντητο
Τι να συμμερισθεί κανείς περισσότερο: Από το ένα μέρος την απόγνωση της γιαγιάς, στο μετακατοχικό παζαράκι της επαρχιακής κωμόπολης, για την παρατεταμένη αργοπορία της πρώτης πώλησης, είσπραξης, σεφτέ, το αντίτιμο της οποίας είχε τάξει στην εγγονούλα της, μαθήτρια της πρώτης οκταταξίου, για να αγοράσει το πρώτο της καθρεφτάκι, ή από το άλλο μέρος, την κυλιόμενη απογοήτευση της μικρής, που κάθε λίγο και λιγάκι πέρναγε με αγωνία από τον υπαίθριο πάγκο-στρωσίδι, για να εισπράξει για πολλοστή φορά την ίδια φαρμακωμένη απόκριση-απολογία της γιαγιάς:
"δεν πούλι΄σα τίπουτα ακόμα π΄λάκι΄μ..."
Τέσσερα πρόσωπα που παρόμοιά τους θα θυμούνται πολλοί σημερινοί, ίσως οι μισοί και παραπάνω Έλληνες. Ήταν οι αποσυνάγωγοι, οι υπεράριθμοι της ιστορίας και της μνήμης, οι παλιοί άνθρωποι που δεν πετούσαν τίποτα, αυτοί που τα παιδιά τους έγραφαν εκθέσεις για την αποταμίευση, που δεν ήξεραν τι είναι πιστωτική κάρτα και καταναλωτικό δάνειο. Αυτοί που πρώτα αποταμίευαν και μετά έκτιζαν το σπίτι τους. Αυτοί που από το πάρε-δώσε ήξεραν μονό το δώσε. Αυτοί που, πότε μυρμηγκάκια στη γραμμή, πότε "ημίονοι φόρτου", σε ομαδική ή μοναχική πορεία πορεύτηκαν με μόνη δύναμη και οδηγό: την εγκαρτέρηση.
Πότε προφτάσαμε και τους απαρνηθήκαμε; Πως έγινε και τους βγάλαμε από τη ζωή μας; Πως τους ξεχάσαμε; Πως τους γυρίσαμε την πλάτη;
Νάναι γι΄ αυτό που μοιάζει σαν, με κάποιο τρόπο, να παίρνουν την εκδίκησή τους; Πως αυτό; Το λέει ο ποιητής: "Μην απορείς λοιπόν γιατί το μέλλον που μας κληροδότησαν ήταν το παρελθόν τους". Eξάλλου "για μερικούς ανθρώπους τα όνειρά τους είναι η τιμωρία τους".

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου