"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Η καταχρέωση των Ελλήνων αγροτών στην Τουρκοκρατία -- Η δημιουργία τσιφλικιών μέσω της ιδιοποίησης της γης από τρίτους διά της μεθόδου της εξαγοράς χρέους

Του Σπ. Ι. Ασδραχα
Ιστορικού

Δεν θέλω να αναφερθώ στο σημερινό τύπο και τόπο της καταχρέωσης του Δημοσίου: θα αναφερθώ σε μιαν άλλη συλλογικότητα, τους άμεσους, κατ’ εξοχήν αγροτικούς, παραγωγούς των οποίων η εδαφική και συνάμα φορολογική ενότητα γίνεται θεσμός - «κοινότητα».

Αυτές οι ανθρώπινες συναθροίσεις στα χρόνια που μου είναι σχετικώς οικεία (τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) καταχρεώνονται, γιατί δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο χρηματικό κλάσμα του συνολικού φόρου και εθιμικών προσφορών που τον συνοδεύουν - τα «δοσίματα». 

Η συνήθης εξήγηση είναι ότι τούτο είναι συνέπεια της αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης. Η εξήγηση περιέχει μέρος της αλήθειας, αλλά είναι ελλιπής, αν όχι απλοϊκή: η φοροδοτική ανικανότητα οφείλεται στη δυσαναλογία ανάμεσα στη χρηματική φορολογική απαίτηση και στον βαθμό εκχρηματισμού των οικονομιών από τις οποίες απαιτείται το χρηματικό κλάσμα της συνολικής φορολογίας.

Για να βρουν τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά οι φορολογούμενοι, ως αλληλέγγυο σώμα, καταφεύγουν στον δανεισμό. Συνήθως δεν μπορούν να τον αποπληρώσουν, έστω και αν το χρέος ανέρχεται σε μικρό ποσοστό σε σχέση με τα συλλογικά ή ατομικά εισοδήματα-ατομικά, γιατί και οι παραμικρές κοινότητες ήταν διαστρωματωμένες.

Οι γαιοπρόσοδοι
Οι δανειστές ήταν ποικίλοι, αλλά το αποτέλεσμα του δανεισμού ήταν το ίδιο: η πώληση των ατομικών κλήρων ή όλης της κοινότητας του χωριού. Τούτο σημαίνει ότι ενώ πριν από την πώληση η παραγωγή βαρυνόταν από την καταβολή φορολογικών προσόδων, μετά την πώληση η παραγωγή βαρυνόταν από μια πρόσθετη πρόσοδο, τη γαιοπρόσοδο, δηλαδή το τμήμα εκείνο της παραγωγής που καταβαλλόταν στον κύριο της γης. 

Η γαιοπρόσοδος κυμαινόταν: το ελάχιστο ανερχόταν στο δέκατο της συγκομιδής που μαζί με τη φορολογική πρόσοδο και τα παρεπόμενά της, ανερχόταν στα 25% της ακαθάριστης συγκομιδής· τα επικρατέστερα συστήματα ήταν το «τριτάρικο» και το «τεταρτάρικο», δηλαδή το ένα τρίτο ή το ένα τέταρτο της συγκομιδής, πέραν της φορολογικής προσόδου. Είναι προφανές ότι πρόκειται για αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων.

Στην καταχρέωση όμως δεν οδηγούν μόνο οι καταναγκασμοί της φορολογίας, αλλά και η βία: ληστές που ζητούν λύτρα, πολεμικά φύλα που παρέχουν «προστασία» με το αζημίωτο. 

Οι σκόρπιες απομνημονεύσεις κάνουν λόγο για όλο το πλέγμα των καταναγκασμών που φέρνουν την αποπτώχευση. Η περιγραφή των περιστατικών είναι μάλλον εύκολη και η εξήγησή τους δυσκολότερη: παραπέμποντας σε θεμελιώδη ζητήματα της αγροτικής οικονομίας.

Ενα πρώτο ερώτημα: πώς μπορούσαν οι άμεσοι αγροτικοί παραγωγοί να ανταποκριθούν στην καταβολή γαιοπροσόδου; Ηταν πλεονασματική η συγκομιδή τους, όταν υπόκεινταν μόνο στην καταβολή φορολογικής προσόδου και μάλιστα κατά κύριο λόγο σε είδος; Επεξέτειναν τον καλλιεργήσιμο χώρο με συνέπεια να εκμεταλλεύονται τις περιθωριακές γαίες ή ίσχυε η αρχή του ελάσσονος κόπου, δηλαδή το μοντέλο του Τσαγιάνωφ; 

Ολα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ή ως προϋπόθεση τη μη συμμετοχή του άμεσου παραγωγού στην αγορά, εξηγούν την αδυναμία ανταπόκρισης στο χρηματικό κλάσμα της συνολικής φορολογίας, αδυναμία επιδεινωμένη από την καταβολή γαιοπροσόδου.

Τα χωριά (ή κάποτε τμήματα των χωριών) που τα ιδιοποιήθηκαν τρίτοι, ονομάστηκαν «τσιφλίκια»: ο τουρκικός όρος «τσιφλίκ» σημαίνει «ζευγάρι», η γη δηλαδή που μπορεί να καλλιεργηθεί από ένα ζεύγος αγροτήρων. Στα ελληνικά ο όρος ήταν «ζευγολατείον» ή «ζωγολατιό» και επιβιώνει στην Πελοπόννησο. Στην πρώιμη οθωμανική νομοθεσία εξέφραζε την ιδανική καλλιεργητική μονάδα που μπορούσε να αξιοποιήσει η οικογένεια, μια καλλιεργητική μονάδα διαφορετικής έκτασης, σύμφωνα με την ποιότητα των γαιών και τις τοπικές ρυθμίσεις. Η ίδια λογική ίσχυε και στη βυζαντινή φορολογική πρακτική. Η έννοια της ιδανικής καλλιεργητικής μονάδας ανασηματοδοτήθηκε και κατάντησε να σημαίνει τη μεγάλη γαιοκτησία, τα μεταγενέστερα «τσιφλίκια».
Ο Αλή Πασάς
Η τσιφλικοποίηση έθιξε κυρίως τα μικρά χωριά, τα ανθρώπινα αλλιώς σύνολα με τις ασθενέστερες αντιστάσεις. Εργαλείο πάντα η καταχρέωση. Τα αποτελέσματά της δεν συνεπάγονταν την κατάργηση της ζωάρκειας, που θα ισοδυναμούσε με την αποδιάρθρωση του παραγωγικού δυναμικού. Ο άμεσος παραγωγός θα αντιμετώπιζε τον λιμό μόνο στην κακή συγκυρία, στα χρόνια της αφορίας και θα έπαιρνε των ομματιών του και θα γίνονταν «φυγός» -σαν εκείνους τους περιπλανώμενους με το «καράβι των τρελών» στη Δύση: δεν ήταν τρελοί, φτωχοί ήταν. 

Υπήρξαν στρατηγικές ως προς τη συγκρότηση μεγάλης ιδιοκτησίας;

Και βέβαια υπήρξαν. Ανάμεσα στα παραδείγματα, ο Αλή Πασάς των Γιαννίνων δημιούργησε μια τεράστια ιδιοκτησία ιδιοποιούμενος τσιφλικοχώρια ή φτιάχνοντας νέα. Κάποια στιγμή σκέφτηκε να εποικήσει μια τεράστια έκταση, το Κόκκινο, στα μεθόρια των βενετικών κτήσεων στην Ακαρνανία: δεν έχει μεγάλη σημασία αν δεν το πέτυχε και γιατί. Σημασία έχει ότι συνέλαβε το σχέδιο.

Είναι αυτόδηλο ότι όλες οι μέθοδοι ιδιοποίησης της γης προϋπόθεταν μιαν «επένδυση» χρήματος -εξαγορά χρέους κατά κύριο λόγο· σε ακραίες περιπτώσεις η επένδυση καταντούσε συμβολική- ένα «κέρασμα;» και παροχή «προστασίας». Στο μέτρο όπου αυτή η επένδυση έφτανε εμμέσως στους άμεσους παραγωγούς είχε κυρίως να κάμει με την οργάνωση του χώρου ή την παροχή σποράς και μέσων παραγωγής. Τέτοιες επενδύσεις υποδουλώνουν, δεν απελευθερώνουν τις παραγωγικές δυνάμεις: μήπως τούτο μας θυμίζει τίποτε;

Δεν υπάρχουν σχόλια: