"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Το φιλί στην πινακίδα

Του Θανάση Θ. Νιάρχου

Σε ένα υπό «ανέγερση» πάρκο, στο κέντρο της Αθήνας, διαβάζουμε σε μια αναρτημένη πινακίδα, τυπωμένο με κόκκινα μάλιστα στοιχεία, το παρακάτω σύνθημα: «Η πόλη είναι μαγική όταν φιλιόμαστε στο πάρκο δίχως φόβο».
Όταν διεκδικούμε κάτι ως δικαίωμα ή ως ελευθερία, σημαίνει πως θα θέλαμε να το ζήσουμε γενικευμένο, να μην αφορά μόνο σ΄ εμάς. Αδυνατείς όμως να καταλάβεις πώς είναι δυνατόν κάτι που συμβαίνει σ΄ ένα πάρκο 1.000 (περίπου) τ.μ., δηλαδή σ΄ έναν χώρο τόσο οριοθετημένο και περιορισμένο, να μπορεί να μεταβάλλει σε μαγική την υπόλοιπη, απείρως μεγαλύτερη βέβαια, πόλη. Γιατί, αίφνης, δέκα, είκοσι, τριάντα, πενήντα (όσα μπορεί να χωρέσει) ζευγάρια που φιλιούνται ελεύθερα σ΄ ένα πάρκο (άρα νιώθουν ευχαριστημένα) μπορούν να συμπαρασύρουν την υπόλοιπη πόλη με τα νοσοκομεία, τα δικαστήρια, τις εφορίες, την απόγνωσή της και να γίνει μαγική;

Πώς είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς πως είναι σε πλεονεκτικότερη θέση επειδή νιώθει ευχαριστημένος, γεγονός που κάνει τον δυστυχισμένο ή τον προβληματισμένο που αυθόρμητα αισθάνεται σε μειονεκτική θέση να επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο η κατάστασή του;
Τι είδους καταπίεση είναι αυτή ώστε μια ολιγάριθμη μερίδα ανθρώπων που είναι ευχαριστημένη γιατί φιλιέται δημόσια, να θέλει να περιλάβει μέσα στην προσωπική της ευχαρίστηση τους άπειρους άλλους που τη συγκεκριμένη ώρα που η μερίδα αυτή φιλιέται δεν νιώθουν το φιλί ούτε ως δέκατη τέταρτη ανάγκη τους;
Αλλά και πόσο καταπιεσμένη παραμένει η ολιγάριθμη αυτή μερίδα που συνειδητοποιεί το φιλί ως ευχαρίστηση, επειδή το ανταλλάσσει δημόσια (το συνδυάζει δηλαδή με την έκθεση), πράγμα που σημαίνει βέβαια ότι δεν θα έφτανε το ίδιο το φιλί για να μεταβάλλει σε μαγικό τον χώρο ενός σπιτιού.

Από ένα απλό φαινομενικά περιστατικό, φτάνουμε σε μια σύνθετη αλήθεια του σύγχρονου κόσμου: καθώς η ελευθερία συνειδητοποιείται τελείως εξωτερικά, η εκτόνωση μιας καταπίεσης που όντως υφίσταται και είναι τεράστια σε όλα τα στρώματα των ανθρώπων να λογαριάζεται ως διεκδίκηση ενός δικαιώματος που όταν ικανοποιηθεί θα είναι όλα καλύτερα. Και θα είναι καλύτερα όχι μόνο για μας που, προς το παρόν, εκτονωνόμαστε, αλλά και για όλους τους υπόλοιπους. Τι πλάνη!

Αν το φιλί, ο έρωτας και το σεξ (καθ΄ οιονδήποτε τρόπο) παραμένουν μια υπόθεση αυστηρά ιδιωτική και δεν γίνονται δημόσια, δεν είναι γιατί συνιστούν αμαρτία ή γιατί θίγεται μια υποκριτική, έτσι κι αλλιώς, ηθική. Είναι γιατί προϋποθέτουν μιαν αλλαγή και μια μετάβαση που σε άπειρους άλλους απαγορεύονται την ίδια ακριβώς στιγμή, γιατί πάσχουν σωματικά ή ψυχικά. Γεγονός που θα έπρεπε να είναι το ίδιο σεβαστό όσο σε κείνους που τους επιτρέπεται να απολαύσουν το φιλί, τον έρωτα, το σεξ.
Διαφορετικά ανάβει το πράσινο φως για να θεωρούμε φυσιολογικές και αναπότρεπτες όλες τις αδικίες, τις ανισότητες, τις απανθρωπιές, τα εγκλήματα. Και να λογαριάζουμε ως εξιλασμό τις όσες και όποιες ενοχές μας, το πιο ρευστό και ύποπτο αίσθημα καθώς δεν του χρειάζονται παρά μόνον τα λόγια για να γίνει πιστευτό.

Μια μεγαλοαστή ομολογούσε πριν από λίγες μέρες πόσο άσχημα αισθάνθηκε τρώγοντας ένα κομμάτι σοκολάτα, την ίδια στιγμή που η τηλεόραση έδειχνε τους ξεσπιτωμένους, τους τραυματίες και τους σκοτωμένους στην Αϊτή. Ωραία ένδειξη ευαισθησίας, θα πει κάποιος- και ώς έναν βαθμό είναι. Αλλά οι ενοχές και οι τύψεις του καθενός χωριστά δεν έλυσαν ποτέ κανένα πρόβλημα. Θα ΄λεγε μάλιστα κανείς ότι είναι κι ένα είδος εφευρήματος καθώς οι τύψεις και οι ενοχές, αντί να λύνουν τα προβλήματα, στην πραγματικότητα τα επιδεινώνουν, μια και παραμένουμε εξαιτίας τους ουσιαστικά ανενεργοί πολιτικά.
Όλοι αυτοί που θλίβονται μπροστά στην τηλεόραση, με όσα τρομερά συμβαίνουν στον κόσμο, στην ουσία αγωνίζονται για να μην αλλάξει τίποτε. Έτσι όπως γνωρίζουν βαθιά μέσα τους πως δεν υπάρχει πραγματική, και όχι βέβαια στα λόγια, αλλαγή, που να μη συμπαρασύρει τον βολεμένο, τον ευχαριστημένο, τον καλοπερασάκια, όπως, στοιχειωδώς ή πολύ, αισθάνονται οι ίδιοι τον εαυτό τους ή, ακόμη χειρότερα, φιλοδοξούν να γίνουν.

Για να πραγματοποιηθεί η εξίσωση με τον βασανισμένο που μας θλίβει, υποτίθεται, η κατάστασή του, κάτι θα χρειαστεί να χάσουμε κι εμείς που είμαστε σε λίγο ή πολύ πλεονεκτικότερη θέση.

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».

Δεν υπάρχουν σχόλια: