Ο Βλαδίμηρος Ιλιτς Ουλιάνοφ, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Λένιν, ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα ξόδεψε άφθονη φαιά ουσία, ενέργεια και ρητορεία για να απαντήσει στο ερώτημα ποιος είναι «κομμουνιστής», ποιος θεωρείται από τους άλλους «κομμουνιστής».
Αυτή η απλοϊκή και σχεδόν ταυτολογική απάντηση επαναλαμβάνεται αναλλοίωτη σε όλες τις εκδόσεις της «Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας», τον εγκυρότερο ερμηνευτή της σοβιετικής θεολογίας.
Επί δεκαετίες πίστευα ότι ο ορισμός αυτός ήταν περιττή ταυτολογία, σα να λες «ύδωρ είναι το ύδωρ της θαλάσσης». Χρειάσθηκε να έρθουν χρόνια διαφορετικά για να καταλάβω την αξία (την πολιτική αξία) του απλοϊκού ορισμού. Και χρειάσθηκε να ανακύψει το ερώτημα (θεμελιώδες, κατά τη γνώμη μου): «ποιοι θα εκλέξουν τον νέο πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας» για να ξαναθυμηθώ τον ορισμό του Λένιν.
Στα νιάτα μου πίστευα ότι κομμουνιστής είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος με πολλές αναφορές σε ηθικές, πνευματικές και κοινωνικές αξίες, οι οποίες τελικά τον προσδιορίζουν. Υποθέτω ότι αυτές τις αξίες τις σκεφτόταν και ο Λένιν γιατί στο συνολικό του έργο αναφέρεται σε αυτές. Αλλά όταν επρόκειτο να δώσει την πολιτική έννοια του κομμουνιστή περιορίσθηκε αποκλειστικά στη σχέση του με το κόμμα, χωρίς να αναφέρεται καν στις πεποιθήσεις και στα πιστεύω του κομμουνιστή, του αρκούσε ότι είναι μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Είναι φανερό ότι η προσοχή του απορροφιέται από μια πραγματικά νέα τότε πραγματικότητα, το οργανωμένο κόμμα. Το ήθελε μάλιστα επαναστατικό, πρωτοποριακό και προλεταριακό, όταν το προλεταριάτο αντιπροσώπευε μόλις το 4% του ρωσικού λαού. Στην αντίληψη του Λένιν το κόμμα είναι εξ ορισμού μειοψηφική «οργάνωση αφοσιωμένων εκλεκτών» και εχλεύαζε απροκάλυπτα ως ψεύτικα και υποκριτικά τα «δημοκρατικά ανοίγματα στον λαό».
Οι αντιλήψεις αυτές του Λένιν για το κόμμα και το μέλος δέχθηκαν σφοδρή κριτική. Το βέβαιο όμως είναι ότι μετά το 1974 τα λεγόμενα «αστικά» κόμματα στην Ελλάδα όταν αποφάσισαν να οργανωθούν, οργανώθηκαν κατά το πρότυπο των κομμουνιστικών κομμάτων. Τα αντέγραψαν, ακόμη και στα πιο αμφιλεγόμενα σημεία, όπως είναι ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός». Δεν μπόρεσαν, δυστυχώς, να ανακαλύψουν τίποτα περισσότερο από τη δομή που τα κομμουνιστικά κόμματα εφάρμοζαν 70 χρόνια πριν.
Ετσι, η Ν. Δ. συγκαλούσε αντιπροσωπευτικά συνέδρια που καθόριζαν την πολιτική και εξέλεγαν τον «αρχηγό», εξέλεγαν Κεντρική Επιτροπή, περιφερειακές και κλαδικές οργανώσεις και διέθετε μέλη. Ολες οι διαδικασίες ξεκινούσαν από τα μέλη. Αυτά αποτελούν τη βάση. Το λεγόμενο «άνοιγμα στον λαό» είναι στην ουσία η ταύτιση του μέλους με τον «φίλο», τον «οπαδό» (συχνότατα περιστασιακά) και τελικά με τον ψηφοφόρο. Δεν είναι της ώρας να αναλύσουμε τη μάλλον τραγελαφική ταύτιση διαφορετικών ρόλων και λειτουργιών (μάλλον εκ του πονηρού κατά τη γνώμη μου). Μπορούμε όμως να αναρωτηθούμε κατά πόσο ανταποκρίνεται στο αίτημα «για περισσότερη δημοκρατία». Φοβάμαι ότι θα συνέβαινε το εντελώς αντίστροφο: Η διάλυση και η διάχυση μιας έστω ατελούς δημοκρατικής διαδικασίας θα κατέληγε σε αποχαλίνωση των μηχανισμών και του λαϊκισμού και στη διάλυση και τον κατακερματισμό του ίδιου του κόμματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου