Δικαιοσύνη και νεκροί
Toυ ΘΑΝΑΣΗ ΝΙΑΡΧΟΥ
Για κάθε μικρό ή μεγάλο πρόβλημα που δημιουργείται μέσα στο σπίτι μας, ή σ΄ ολόκληρο τον κόσμο, θα ΄λεγες πως σκοπό έχει να φέρει στην επιφάνεια ή την ειλικρίνεια και την ηθική μας συγκρότηση ή την ασυναρτησία και τη χυδαιότητά μας. Χωρίς να σημαίνει πως οι δυο αυτές «στάσεις» δεν μπερδεύονται συχνά, με συνέπεια να μην ξέρει κανείς αν πρέπει να θαυμάσει ή αν χρειάζεται να στηλιτεύσει. Κι αν μέσα στο σπίτι σου δεν γίνεται να «ξεαγαπήσεις» εύκολα τους δικούς σου ανθρώπους, δεν είσαι υποχρεωμένος να συναινείς σε μια υποκρισία, που οργανώνεται ασύνειδα σε παγκόσμιο επίπεδο και να μην την καταγγέλλεις.
Πρόσφατο παράδειγμα η ολοκληρωτική καταστροφή της Αϊτής. Σε συντροφιές μικρές ή μεγάλες, σε ρεπορτάζ και, προπαντός, στα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση αναφερόταν διαρκώς «εκατό χιλιάδες νεκροί», «εκατόν πενήντα χιλιάδες νεκροί», «διακόσιες χιλιάδες νεκροί». Ο διαφορετικός κάθε φορά αριθμός αναφερόταν με τόση ταχύτητα, ώστε να φαίνεται ότι το επείγον και το πρωτεύον ήταν να ξεμπερδεύουμε με τους νεκρούς, άρα και με την οδύνη τους που είχε προηγηθεί του ολιγόλεπτου ή μακρότατα βασανιστικού τους θανάτου.
Σε βαθμό που να σκέφτεται έντρομος κανείς πως η αναισθησία που δημιουργεί η τηλεόραση, η αναμφισβήτητη πλέον από τον καθένα (ακόμη κι από κείνον που την «εκφράζει») να χρειάζεται έναν ακόμη μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων ώστε να μπορεί ο καθένας, επίσης, να ξεχνάει και να ξεπερνάει το «πρόβλημα».
Πριν από είκοσι πέντε, το λιγότερο, χρόνια, ο σπουδαίος πεζογράφος Ν. Γ. Πεντζίκης (που η αποφθεγματικότητά του έφτανε συχνά την αντίστοιχη του Γιάννη Τσαρούχη), ενώ άκουγε να μιλούν σ΄ ένα συνέδριο για «κοινωνική δικαιοσύνη», για να μην τους πει ευθέως ότι θεωρούσε τα σχετικά λεγόμενα «κουραφέξαλα», αντέτεινε μιαν υψηλής τάξεως ηθική αποστροφή: «Και με όλους αυτούς που έχουν πεθάνει και έχουν βασανιστεί και αδικηθεί, η κοινωνική δικαιοσύνη που επαγγέλλεσθε, με ποιον τρόπο θα τους αποκαταστήσει;».
Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, είχαν θεωρήσει την κουβέντα αυτή ένα ακόμη παραδοξολόγημα του δημιουργού του πεζογραφήματος «Ο πεθαμένος και η ανάσταση»- που βέβαια δεν ήταν. Εννοούσε, ακριβώς, πως σ΄ ένα «όλον», όπως είναι η ζωή, η οποιαδήποτε και από οποιονδήποτε εξαγγελμένη κοινωνική δικαιοσύνη παραμένει καιροσκοπική και ύποπτη, αν δεν περιλαμβάνει και τους νεκρούς, που παραμένουν κι αυτοί ένα κομμάτι της ζωής απρόσβλητο και ακαταμάχητο. Χωρίς την έγνοια των νεκρών η κοινωνική δικαιοσύνη που αποσκοπεί στους ζωντανούς μεταβάλλεται σε ίντριγκα και τέχνασμα των πολιτικών.
Όμως τι σχέση μπορεί να διατηρεί ή έστω και αγωνιώδης συνολική αριθμητικά αναφορά των νεκρών («εκατό χιλιάδες», «διακόσιες χιλιάδες») με την οδύνη των ίδιων λίγα δευτερόλεπτα πριν ξεψυχήσουν; Δεν δικαιούται ν΄ αναρωτηθεί κανείς μήπως αυτή η προκαταβολική καταχώρηση των υποψήφιων νεκρών, ως αριθμού, στη συνείδηση των άλλων προκάλεσε ή έστω συνέτεινε στον αφανισμό τους;
Φτάνει να παρατηρήσει κανείς τον παγερό, αποστασιοποιημένο τρόπο, όταν στα δελτία ειδήσεων αναγγέλλεται κάθε φορά ο αριθμός των νεκρών, ώστε να απορεί πώς εξακολουθούμε να επιζούμε όλοι οι υπόλοιποι, που δεν έχουμε καμιά διάθεση να εμπορευτούμε τον θάνατο των άλλων και, πολύ περισσότερο, τον δικό μας. Αν η αγανάκτηση για τη συμφορά και τη δυστυχία των άλλων ήταν στοιχειωδώς ειλικρινής, θα μας εξήγειρε αυτή η αβασάνιστη αναφορά των χιλιάδων νεκρών ως ενός μικρότερου, ή μεγαλύτερου, κάθε φορά αριθμού. Χάρη στις οιμωγές τους και τους θρήνους τους, αν κι ένας τεράστιος αριθμός, θα έπρεπε να λογαριάζονται ως εξέχουσες προσωπικότητες, ως ένας αριθμός που τον απαρτίζουν διακεκριμένες και διακριτότατες ψηφίδες. Πράγμα που αν συνέβαινε θα το πρόδιδε ο τόνος, αλλά και η έκφραση, στη φωνή των περιλειπομένων. Είτε πρόκειται για ολιγομελείς και πολυμελείς συντροφιές είτε για δελτία ραδιοφώνου και τηλεόρασης.
Ενώ επιπλέον θα παύαμε να αισθανόμαστε οι υπόλοιποι (τα μη θύματα) στην ουσία τα ενεργούμενα μιας παγκόσμιας πολιτικής συνωμοσίας, δηλαδή ένα άθυρμα κι ένας αριθμός, να αισθανόμαστε ως προσωπικότητες γιατί δεν δυστυχούμε, αλλά διαλέγουμε καλλυντικά, τσάντες, τόπους παραθερισμού, θεάματα. Αν είναι ποτέ δυνατόν!
Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη».
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΝΙΑΡΧΟΣ,
ΤΑ ΝΕΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου