"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Από το 1898 στο 2010

Tου Παντελη Μπουκαλα

Αν οι Ευρωπαίοι εταίροι λειτουργούσαν όντως ως εταίροι, ως αλληλέγγυοι σύμμαχοι και όχι ως πραματευτές όπλων και ως κηδεμόνες που δίνουν λίγα για να αποσπάσουν πολλά, τότε ίσως δεν θα υπηρχε λόγος να θυμηθούμε κάποιους κρίσιμους στίχους από την ωδή «Αι ευχαί» του Ανδρέα Κάλβου. Αλλά επειδή, αντί να σπεύσουν, αργοπόρησαν υστερόβουλα, ώστε η κρίση να πάρει (ή να πουν ότι πήρε) γνωρίσματα κατάρρευσης και χρεοκοπίας, και επειδή ο στόχος τους φαίνεται πως είναι η τιμωρία και η πολιτική επιβολή και επιτήρηση παρά η οικονομική συνδρομή, ας θυμηθούμε καλού κακού πώς άρχιζε εκείνο το παλιό ποίημα, που άλλωστε αποδείχθηκε συμβουλή φρονιμότατη (έστω κι αν δεν βρήκε ανταπόκριση) σε πολλές περιόδους της μετεπαναστατικής Ελλάδας:

«Της θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου
σάν απελπισμένην, έρημον βάρκαν.
Σ’ την στεριάν, σ’ τα νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
να ιδώ χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς και ελπίδας.

Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οι Ελληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες·
παρά προστάτας να ’χωμεν».

Και λίγο πριν κλείσει αυτό το ποίημα, που στιγμές στιγμές μοιάζει με αποτροπαϊκή κραυγή, στην προτελευταία στροφή λοιπόν, ο Κάλβος επαναλαμβάνει το «Παρά...», έτσι, με αποσιωπητικά, σαν για να το οξύνει ακόμα περισσότερο και να το αφήσει να εκκρεμεί διά παντός, έστω σαν τη φωνή μιας σύγχρονης Κασσάνδρας.

Σαν προστάτες με απαιτήσεις τεράστιες, οικονομικές αλλά προπάντων πολιτικές, έρχονται οι «ντυμένοι φίλοι». Κι όσο και αν πέρασαν τα χρόνια κι ήρθαν άλλοι καιροί, δεν είναι εύκολο να αποφευχθεί ο συσχετισμός όσων συμβαίνουν τώρα με όσα συνέβησαν πάνω από έναν αιώνα πριν, το 1898, έναν χρόνο μετά την πολεμική συντριβή της Ελλάδας.

Η καθημαγμένη χώρα, που είχε πτωχεύσει από το 1893, αδυνατούσε και τα θηριώδη ξένα δάνεια να πληρώσει και τις πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία να καταβάλει. Και οι Μεγάλες Δυνάμεις, πρωτίστως η Γερμανία που είχε εξωθήσει την Ελλάδα στον πόλεμο, απαίτησαν, και επέβαλαν βέβαια, τον διαβόητο Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο (ο οργανισμός που ανέλαβε να διαχειριστεί την ελληνική οικονομία ονομάστηκε αρχικά Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου, αλλά για να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις μετονομάστηκε σε Διεθνή Οικονομική Επιτροπή).

«Για την υπηρεσία του δημόσιου χρέους», διαβάζουμε στην «Ιστορία του ελληνικού έθνους», εκχωρήθηκαν στον ΔΟΕ τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, σιγαροχάρτου, ο φόρος καταναλώσεως καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και άλλα πολλά. Κι αν αυτά τα μέτρα δεν μας θυμίζουν τίποτα, σίγουρα κάτι κακό, τωρινό, μας φέρνουν στο νου τα εξής γραφόμενα στην ίδια «Ιστορία»: «Και μόνο η φράση [στην προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης] “η ελληνική κυβέρνησις θέλει επιτύχει την ψήφισιν νόμου εγκριθέντος προηγουμένως υπό των Δυνάμεων” καθιστά σαφές ότι η ελληνική Βουλή δεν είχε παρά να διεκπεραιώσει τυπικά το θέμα».
Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικά τους είναι δηλαδή;

ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: