Θα πω πράγματα αυτονόητα, αλλά τα τελευταία χρόνια πολλά αυτονόητα έχουν καταντήσει δυσνόητα και πρέπει να τα ξαναλέμε συχνά, όσοι το μπορούμε, μπας και τα χωνέψουν μερικοί μερικοί.
Eνα από τα πιο συχνά επαναλαμβανόμενα αποφθέγματα, που ακούμε συνήθως σε ριζοσπαστικές αμφισβητήσεις του κράτους, είναι το «η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». (Πολύ λιγότεροι απ’ όσους το χρησιμοποιούν ξέρουν ότι οφείλεται στον Λόρδο Ακτον, σπουδαίο φιλελεύθερο Βρετανό ιστορικό του 19ου αιώνα.)
Αυτοί δεν είναι μόνο οι γκάνγκστερ ή οι κοινοί κακοποιοί, που τους ενδυναμώνουν το θράσος και τα πολυβόλα τους. Υπάρχουν κι άλλοι που δυναστεύουν τη ζωή μας, κάποιες μειοψηφίες ολοένα και πιο διεφθαρμένες από την εξουσία που τους δίνει η ανοχή του νόμου – αλλά συχνά και μέρους της κοινωνίας. Τα παραδείγματα τα ξέρουμε όλοι: από τους αγροτοπατέρες, που όταν δεν τους ικανοποιεί η τιμή κάποιου προϊόντος κλείνουν τις εθνικές οδούς με τα τρακτέρ τους, και τους νεοσσούς κομματάρχες φοιτητές που έχουν μετατρέψει τη δημόσια περιουσία των πανεπιστημίων μας σε απνευμάτιστο και αβίωτο αχούρι, μέχρι τους λάτρεις της κοινωνικής βίας, που θεωρούν δικαίωμά τους να καταστρέφουν τη ζωή και την πόλη μας, καίγοντας, σπάζοντας, απειλώντας, δέρνοντας, επειδή νιώθουν οργισμένοι από ετούτην ή την άλλη κατάσταση.
Αμεση αιτία της ολοένα και μεγαλύτερης εξουσίας αυτών των ομάδων είναι η ολιγωρία της νόμιμης εξουσίας. Γιατί, βέβαια, είναι αυτονόητο ότι στις περιπτώσεις που αναφέραμε ο νόμος παραβιάζεται και άρα η παρέμβαση των προασπιστών του είναι η μόνη εύλογη αντίδραση σε ευνομούμενη χώρα: κανείς δεν έχει δικαίωμα να παρακωλύει ετσιθελικά τη συγκοινωνία, να εμποδίζει βίαια ένα νέο να σπουδάσει, να καταστρέφει περιουσία, δημόσια ή ιδιωτική, να απειλεί και να βιαιοπραγεί κατά προσώπων.
Αν εγώ κλείσω ένα πρωί με το αυτοκίνητό μου ένα δρόμο του κέντρου, για να διαμαρτυρηθώ για την εθνική πολιτική του βιβλίου, θα με μαζέψει η αστυνομία στο πι και φι. Αν μια ταλαίπωρη γυναίκα τη σταματήσει ένας τροχονόμος κι αυτή ορμήξει, βρίζοντάς τον, να του βγάλει το κράνος –όπως έκανε πρόσφατα, ατιμώρητα, και σε δημόσια τηλεοπτική θέα, επιφανής πολιτική προσωπικότητα της Αριστεράς– θα παραπεμφθεί για μισή ντουζίνα αδικήματα. Κι αν ένας φιλήσυχος υπάλληλος αποφασίσει ένα πρωί ότι αρκετά μας ανέχτηκε όλους μας, κι αρχίσει ξαφνικά να σπάει βιτρίνες στη Σόλωνος, θα καταλήξει στον Κορυδαλλό (εκτός αν έχει την ευφυΐα να μπει στη Νομική και να σπάει από μέσα τα παράθυρα, οπότε θα τον προστατεύσει το πανεπιστημιακό άσυλο).
Ομως δεν πρέπει να ξεχνάμε και τούτο: την απραξία του νόμου, στα παραδείγματα που ανέφερα, την τρέφουν, υπόγεια και διαβρωτικά, κάποιες ιδεολογίες που κάνουν το άσπρο μαύρο, καθώς προωθούν την, επιεικώς, ανώριμη πολιτικά θεώρηση του νόμιμου δημοκρατικού κράτους ως δυνάστη. Κι έτσι, οι συμπεριφορές των θρασύτατων μειοψηφιών γίνονται στον τόπο μας εν πολλοίς κοινωνικά ανεκτές, εξωραϊσμένες από έναν τάχα προοδευτικό λόγο, που νομιμοποιεί τη βία, είτε των κλειστών δρόμων είτε των σπασμένων βιτρινών ή κεφαλιών ως «έκφραση», ετούτης ή της άλλης αγανάκτησης.
Να κι ένα τελευταίο αυτονόητο, λοιπόν, που το απευθύνω στους απανταχού έμμεσους ηθικούς αυτουργούς της βίας: το «να εκφράζεσαι ελεύθερα» είναι η χειρότερη δυνατή συμβουλή σε άτομα παθολογικά, που θέλουν να ξεσπάσουν το οιδιπόδειό τους στην κοινωνία ή σε αντικοινωνικές ομάδες που, από όποια ιδεολογία ορμώμενοι, θεωρούν το δικό τους δίκιο ανώτερο όλων των υπολοίπων. Ας μην τους την προσφέρουμε, λοιπόν.
Τελειώνω με μιαν άλλη κουβέντα του Λόρδου Ακτον, λιγότερο γνωστή αλλά εξ ίσου καίρια: «Κάθε πολιτικό σύστημα βάζει το δικό του στοίχημα, από το οποίο κρίνεται η επιτυχία ή η αποτυχία του. Για τη δημοκρατία, το στοίχημα αυτό είναι ο σεβασμός του νόμου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου