Ενα κούρκο είχαμε έξω στην αυλή μας/ περήφανο, που γλούγλιζε ολημεριά./ Φαΐ τού δίναμε απ' το φαΐ μας/ κρουστάλλινα να πιει νερά.
Κι αυτός που συμμαζώχτηκε απ' τους δρόμους/ και βρήκε ανθρώπους να τον αγαπούν,/ τραγούδαγε, με διάπλατες φτερούγες/ σαν τ' άλλα πλάσματα που τον Θεό υμνούν.
Κι εμείς του δίναμε καλό φαΐ βράδυ-πρωί.
Μα χθες που βρήκε τον χασάπη/ με μια μαχαίρα να δουλεύει στα σφαχτά/ είπε: «Καλοί 'ναι οι άνθρωποι, γεμάτοι αγάπη/ ε, κάμουν και αστεία σαν κι αυτά».
Και μπήχτηκε και μάτωσαν οι τόποι/ και σφάδαζε σαν του 'βγαινε η ψυχή. «Δεν σας κατάλαβα, εγλούγλιξε, ανθρώποι,/ δεν σε κατάλαβα ζωή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου