"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Άννα, ετών 32

Του Ρούσσου Βρανά

Άννα, ετών 32. Οι γονείς της τη φωνάζουν χαϊδευτικά Ντουντού. Είναι ένα άτομο με ειδικές ανάγκες. Δεν μιλάει. Δεν περπατάει. Δεν μπορεί να τραφεί μόνη της. «Είναι σαν ένα μωρό ενός μηνός», εξηγεί η μητέρα της. Κατάκοιτη, τη φροντίζουν οι γονείς της στο σπίτι. Σε μερικές μέρες, όσοι θα μπαίνουν στο Διαδίκτυο, θα μπορούν να τη βλέπουν από κοντά. Γιατί οι γονείς της θα βάλουν πάνω από το κρεβάτι της μια webcam. Έχουν ήδη ανοίξει μια δική τους ιστοσελίδα (Doudouworld. com) σε 32 γλώσσες. Θέλουν, λένε στην εφημερίδα «Λε Παριζιάν», «να αλλάξουν τον τρόπο που οι άνθρωποι βλέπουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες». Θα σοκάρουν; Δεν τους νοιάζει. Θα πειράξει την κόρη τους; Δεν θα το μάθουν ποτέ. Αλλά πιστεύουν ότι δεν θα είχε αντίρρηση.

Ένας άλλος πατέρας, ο Ζαν-Λουί Φουρνιέ, έχει δύο αγόρια με ειδικές ανάγκες. Έγραψε γι΄ αυτά το βιβλίο «Πού πάμε, μπαμπά;», το οποίο βραβεύτηκε και μεταφράστηκε σε 29 γλώσσες. Αλλά δεν επέτρεψε σε κανέναν δημοσιογράφο να φωτογραφήσει τα παιδιά του. Γιατί; Επειδή θέλει να αποφύγει τη νοσηρή περιέργεια των ανθρώπων. «Θα εκθέσουν την κόρη τους σε κοινή θέα, σε ανθρώπους που δεν τους αξίζει να τη βλέπουν», λέει για τους γονείς της Άννας. «Είναι οι άνθρωποι της κλειδαρότρυπας, που θα τη βλέπουν και θα λένε: “Τι φρίκη! Μακριά από εμάς”». Μπορεί να αλλάξει έτσι ο τρόπος που οι άνθρωποι βλέπουν τα παιδιά με ειδικές ανάγκες;


Τι πιθανότητες υπάρχουν να προσεγγίσουμε πραγματικά την Άννα μέσα από το Διαδίκτυο όπως θα επιθυμούσαν οι γονείς της; Οι προσωπικές ιστοσελίδες, το Facebook, το Τwitter και άλλα τέτοια επικοινωνιακά σύνεργα ξεχειλίζουν από το Εγώ. Δεν αφήνουν χώρο για τον Άλλο. Στέλνουμε μηνύματα με αυτά σαν να απαγγέλλομε έναν θεατρικό μονόλογο. Για όσους δεν αποδέχονται την ιδέα πως «ολόκληρος ο κόσμος είναι μια παράσταση» (συγγνώμη Σαίξπηρ), αυτό είναι κάτι αρρωστημένο. Συνηθισμένοι άνθρωποι μετατρέπονται σε εταιρείες επικοινωνίας: μετρούν τις επισκέψεις στις ιστοσελίδες τους όπως η ΑGΒ ή η Νielsen και ψάχνουν να βρουν τι θα γράψουν για να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους. Κι όσο περισσότεροι είναι οι επισκέπτες τους τόσο καλύτερα μπορούν να πουλήσουν διαφημίσεις.

Δίνουν χρηματική αξία στις φιλίες τους. «Κι είναι προφανές γιατί οι διαφημιστές ξετρελαίνονται με αυτήν την ιδέα», εξηγεί η αρθρογράφος Μέτα Γουάγκνερ στο περιοδικό «Ποπμάτερς». «Θολώνουν τα όρια ανάμεσα στις κοινωνικές σχέσεις και το εμπόριο και προάγουν την ιδέα πως ανάμεσα σε αυτά τα δύο δεν υπάρχει καμιά διαφορά».

Η επιθυμία να μοιραστεί κάποιος κάτι με άλλους ήταν κάποτε απλή. Μπορούσες να μοιραστείς τη χαρά ή τον καημό σου, κερνώντας κάποιον που ήθελε να σε ακούσει ένα τσιγάρο ή ένα ποτήρι κρασί. Θα μας λείψει αυτή η αυθόρμητη επικοινωνία, η ανάγκη να βγάλουμε την ψυχή μας σε μια συντροφιά όχι από ψηφιακούς αλλά από ζωντανούς φίλους.


ΠΗΓΗ: TA NEA

Δεν υπάρχουν σχόλια: