Μαχατμα Γκαντι: "Κολλημένος με την μπάλα"!!!
Του ΜΕΡΚ
Ποιος να το 'λεγε ότι ο Μαχάτμα («μεγάλη ψυχή») Γκάντι, πέρα από «δαιμόνιος», αλλά άτυχος δικηγόρος («κανείς δεν πλήρωνε, γι' αυτό τα παράτησα»), φιλόσοφος, πολιτικός, εθνάρχης, πατέρας της ανεξαρτησίας της Ινδίας από τη σκληρή, αλαζονική και καταπιεστική τυραννία των Βρετανών αποικιοκρατών, θα μπορούσε να ήταν λάτρης, και μάλιστα μανιώδης, του ποδοσφαίρου.
Ποιος να το περίμενε ότι ένας άνθρωπος απλός και πάμφτωχος, αδύνατος κι αδύναμος, λιτοδίαιτος και ρακένδυτος, που ο Τσόρτσιλ αποκάλεσε κάποτε «ημίγυμνο, αποκρουστικό φακίρη», θα μπορούσε να είχε ερωτευτεί, μαζί με το δόγμα της «μη βίας» και τον σεβασμό για τον κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, και την μπάλα. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό «πώρωσης», ώστε να φτάσει στο σημείο να ιδρύσει όχι μία, αλλά τρεις ποδοσφαιρικές ομάδες. Και τις τρεις με την ίδια ονομασία, Passive Resisters Soccer Club, σ' ελεύθερη μετάφραση κάτι σαν «παθητικοί αντιστασιακοί», αλλά σε τρεις διαφορετικές πόλεις: πρώτα στο Ντέρμπαν κι ύστερα σε Πρετόρια και Τζοχάνεσμπουργκ.
Αυτό συνέβη από το 1893 έως το 1914, στα 21 χρόνια παραμονής του Γκάντι στη Νότια Αφρική κι αποκαλύφθηκε, εντελώς τυχαία το καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ από τον Ισπανό δημοσιογράφο της «Marca» Νταβίδ Ρουίθ ντε λα Τόρε. Για ρεπορτάζ σε ορυχείο πήγαινε ο ανυποψίαστος, αλλά βρέθηκε ξαφνικά στα χέρια μ' ένα ιστορικής σημασίας θησαυρό, την ύπαρξη του οποίου, όπως έγραψε στο «FIFA Magazine» αγνοούσε ακόμη κι η παγκόσμια, ποδοσφαιρική ομοσπονδία.
«Χίλιες φορές μία ώρα μπάλας, παρά μία ώρα προσευχής», έλεγε ο Μαχάτμα, που ερωτεύτηκε το ποδόσφαιρο όταν σπούδαζε νομική στο Λονδίνο και συνειδητοποιώντας τη μοναδική, επικοινωνιακή του δυναμική, το χρησιμοποίησε ύστερα στη Νότια Αφρική ως γερό χαρτί για την πολιτική του μάχη κατά των φυλετικών διακρίσεων.
«Η μπάλα αποπνέει ένα είδος αριστοκρατίας, αλλά παράλληλα έχει το μοναδικό χάρισμα να ενώνει μαύρους και λευκούς», μία διαπίστωση κι ένα άριστο μέσο επικοινωνίας που πενήντα χρόνια αργότερα θα χρησιμοποιούσε κι ο Νέλσον Μαντέλα, άσχετα εάν εκείνος κατάφερνε να ενώσει τους ταλαιπωρημένους Νοτιοαφρικανούς και να καταργήσει το «Απαρτχάιντ», με μία μπάλα οβάλ, κι όχι στρογγυλή.
«Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που εκθειάζει κι αναδεικνύει το συναίσθημα της ομαδικότητας, επιτρέποντας να βρεις την απόλυτη, πνευματική ηρεμία», επαναλάμβανε ο διορατικός ηγέτης, που πρώτος διαπίστωσε τη φυλετική αδικία και την ανάγκη κατάργησής της.
Ο «αποκρουστικός φακίρης» που από το 1937 έως το 1948 κέρδισε πέντε φορές το Νόμπελ Ειρήνης, αλλά και τις πέντε το αρνήθηκε. Που είχε πει το αμίμητο «από το πολύ "οφθαλμόν αντί οφθαλμού", στο τέλος ο κόσμος θα μείνει τυφλός». Που πίστεψε και εμπιστεύτηκε τους Ινδουιστές, τους οποίους ο ίδιος έναν έναν επέλεγε για τους Passive Resisters, άσχετα εάν το 1948 στο Νέο Δελχί, σε ηλικία 78 ετών, θα 'πεφτε νεκρός από τις τρεις σφαίρες του φανατικού Hindu Νάθουραμ Γκόντσε. Και που παρ'όλο τα χίλια καλά ή το πάθος του, για την μπάλα κι εκείνος, κάπου απέτυχε και μάλιστα παταγωδώς: όπως στο να μάθει στους συμπατριώτες του να φοράνε παπούτσια. Η βασική αιτία που η Ινδία, αν και είχε επίσημα κληθεί, δεν έλαβε τελικά μέρος στο Μουντιάλ του 1950...
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
ΠΑΡΑΔΟΞΑ,
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ,
ΠΡΟΣΩΠΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου