«Επίθεση φιλίας» από την Κίνα στην Ινδία
Της Ρουμπiνας Σπαθη
Αν ο αριθμός των επιχειρηματιών που συνοδεύουν έναν ηγέτη σε μια ξένη χώρα είναι ενδεικτικός της σημασίας της επίσκεψης, πρέπει η Ινδία να βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα της Κίνας, με πιθανότερο ζητούμενο να αναχαιτισθεί η αμερικανική επιρροή στην υπ’ αριθμόν ένα ανταγωνίστρια οικονομία της Κίνας. Φθάνοντας προ ημερών στο Νέο Δελχί συνοδευόμενος από 300 επιχειρηματίες -ορισμένα ΜΜΕ τους υπολόγιζαν σε 400- ο Κινέζος πρωθυπουργός, Γουέν Τζιαμπάο, έφερε μαζί του συμφωνίες συνολικής αξίας 16 δισ. δολαρίων που συνήψαν οι επιχειρήσεις των δύο χωρών σε ένα ευρύτατο φάσμα τομέων, από τις τηλεπικοινωνίες μέχρι την ενέργεια. Παράλληλα, υποσχέθηκε αύξηση του διμερούς εμπορίου με ειδική μέριμνα για να γεφυρωθεί το χάσμα στο ισοζύγιο πληρωμών, που είναι βέβαια υπέρ της εξαγωγικής Κίνας. Υποσχέθηκε, επίσης, αύξηση των μάλλον πενιχρών ώς τώρα κινεζικών επενδύσεων στην κύρια αντίζηλό της ως προς τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά και την πολιτική στήριξη του Πεκίνου στις βλέψεις της Ινδίας για ενίσχυση της επιρροής της στα Ηνωμένα Εθνη.
Με την ηχηρή δήλωσή του πως «ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος για να αναπτυχθεί τόσο η Ινδία όσο και η Κίνα», ο κ. Γουέν διέλυσε τη δυσπιστία ανάμεσα σε δύο χώρες που δεν έχουν ώς τώρα κατορθώσει να σχηματίσουν ενιαίο μέτωπο, παρά μόνον για το διεθνές εμπόριο και στις συνομιλίες για την κλιματική αλλαγή. Κι αυτό γιατί 40 χρόνια μετά τον μεταξύ τους πόλεμο, εξακολουθούν να τις χωρίζουν εδαφικές διαφορές, ενώ το Νέο Δελχί τρέφει φόβους για τις ηγεμονικές διαθέσεις του Πεκίνου στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας.
Οι δύο χώρες, που συχνά παρουσιάζονται ως δίδυμο υπό την ιδιότητα των ταχύτατα αναπτυσσόμενων οικονομιών, στην πραγματικότητα πόρρω απέχουν από την ισοτιμία: το ΑΕΠ της Κίνας, που παραμένει ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Ινδίας, είναι τετραπλάσιο από εκείνο της Ινδίας, οι εξαθλιωμένες υποδομές της οποίας καθιστούν προφανή την υστέρησή της.
Το Νέο Δελχί φοβάται, άλλωστε, πως το Πεκίνο επιχειρεί να περιορίσει την πρόσβαση των ινδικών επιχειρήσεων στην κινεζική αγορά. Σε αυτό το πεδίο, το απτό αποτέλεσμα της επίσκεψης ήταν ο στόχος για αύξηση του διμερούς εμπορίου στα 100 δισ. δολάρια μέχρι το 2015 που συμφώνησε ο κ. Γουέν με τον Ινδό ομόλογό του, Μανμοχάν Σινγκ. Στόχος αρκετά φιλόδοξος, δεδομένου ότι το εμπόριο ανάμεσα στον δράκο και την τίγρη της Ασίας έχει μεν δεκαπλασιασθεί τα τελευταία 10 χρόνια, αλλά δεν αναμένεται να υπερβεί τα 60 δισ. δολάρια φέτος. Και βέβαια ευνοεί κυρίως την Κίνα καθώς την προηγούμενη διετία το εμπορικό έλλειμμα της Ινδίας προς την Κίνα εκτινάχθηκε στα 16 δισ. δολάρια από το ένα δισ. στο οποίο ανερχόταν τη διετία 2001-2002. Σύμφωνα, πάντως, με την ινδική αγγλόφωνη εφημερίδα Hindustan Times, ο Ινδός πρωθυπουργός χρησιμοποίησε την επίσκεψη Γουέν, την πρώτη Κινέζου ηγέτη μετά πέντε χρόνια, για να ασκήσει πιέσεις ώστε να επιτρέψει το Πεκίνο στις ινδικές φαρμακοβιομηχανίες και τις επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας να επεκταθούν περαιτέρω στην κινεζική αγορά.
Τους τελευταίους μήνες, άλλωστε, έχει εκδηλωθεί εκτεταμένος προβληματισμός στους κόλπους της πολιτικής ηγεσίας της Ινδίας ως προς το αν είναι ορθή η επιλογή της χώρας να εξάγει μεταλλεύματα και ζωτικές πρώτες ύλες στην ανταγωνίστριά της, που διαθέτει ογκώδη βιομηχανία επεξεργασίας σιδηρομεταλλεύματος και είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο σε παραγωγή χάλυβα. Ο προβληματισμός επικεντρώθηκε στο ζήτημα του σιδηρομεταλλεύματος, καθώς στην Κίνα εξάγεται περίπου το ήμισυ από την ετήσια παραγωγή 220 τόνων της ινδικής παραγωγής. Η ινδική κυβέρνηση έφθασε μάλιστα προ μηνών στο σημείο να εξετάζει την προοπτική πλήρους απαγόρευσης των εξαγωγών πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένου του λιθάνθρακα και του πετρελαίου, ενώ πολλοί πολιτικοί έχουν υποστηρίξει πως η χώρα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα μεταλλεύματά της για τον εκσυγχρονισμό των απαρχαιωμένων υποδομών της.
Εξίσου εμφανείς είναι οι προσπάθειες που καταβάλει τελευταία το Νέο Δελχί να ανταγωνιστεί την Κίνα στον αγώνα για την εξασφάλιση περιουσιακών στοιχείων διεθνών ενεργειακών κολοσσών. Πέραν των συμφωνιών που έχει συνάψει τις τελευταίες εβδομάδες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, η Ινδία κινήθηκε δυναμικά προ μηνών μέσω της κρατικής εταιρείας πετρελαίου και φυσικού αερίου ONGC που επιδιώκει συμφωνίες με τους ρωσικούς κολοσσούς Roseneft και Gazprom. Η ινδική οικονομία του 1,3 τρισ. δολαρίων είναι εξίσου ενεργοβόρος με την κινεζική και μολονότι παράγει 700.000 βαρέλια πετρέλαιο την ημέρα, εισάγει περισσότερα από δύο εκατ. βαρέλια την ημέρα με τα οποία καλύπτει περί το 75% των ενεργειακών αναγκών της.
Σε ό,τι αφορά τις κινεζικές επενδύσεις στην Ινδία, είναι ακόμη πολύ περιορισμένες και το 2009 ανήλθαν μόλις σε 221 εκατ. δολάρια. Ως μέτρο σύγκρισης μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα 600 δισ. δολάρια στα οποία, σύμφωνα τουλάχιστον με την υπόσχεση που έδωσε την άνοιξη ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Τίμοθι Γκάιτνερ, θα ανέλθουν την επόμενη πενταετία οι αμερικανικές επενδύσεις στην Ινδία κυρίως σε έργα υποδομής, λιμάνια, οδικά δίκτυα και επικοινωνίες. Οι κινεζικές επενδύσεις στην Ινδία αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,1% του συνόλου των εκροών της Κίνας, ενώ είναι επτά φορές μικρότερες των κινεζικών επενδύσεων στο Πακιστάν, όπου και μετέβη ο κ. Γουέν αμέσως μετά το Νέο Δελχί...
Τους τελευταίους μήνες διεξάγεται στην Ινδία δημόσιος διάλογος για τη δημιουργία κρατικού επενδυτικού ταμείου με σκοπό την επέκταση των ινδικών επενδύσεων στο εξωτερικό. Οι υπέρμαχοι της ιδέας αυτής υπενθυμίζουν στην πολιτική ηγεσία ότι η Ινδία είναι η μοναδική από τις μεγάλες αναπτυσσόμενες οικονομίες, τις γνωστές ως BRIC, που δεν διαθέτει κρατικό επενδυτικό ταμείο.
Στην Κίνα, αντίθετα, το πασίγνωστο China Investment Corp., βοήθησε πέρυσι τις κινεζικές επιχειρήσεις να επενδύσουν συνολικά περισσότερα από 30 δισ. δολάρια σε όλον τον κόσμο. Ο εν λόγω κρατικός κολοσσός της Κίνας διαχειρίζεται μάλιστα περισσότερα από 300 δισ. δολάρια. Πολλοί οικονομικοί αναλυτές διαφωνούν, πάντως, με την ιδέα ενός κρατικού επενδυτικού ταμείου για την Ινδία, επισημαίνοντας την υστέρησή της έναντι άλλων δυναμικά αναπτυσσόμενων χωρών όπως η Κίνα ή τα αραβικά Εμιράτα ως προς το ότι παρουσιάζει δημοσιονομικά ελλείμματα και μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Οικονομολόγοι του Indian School of Business υποστηρίζουν μάλιστα πως τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Ινδίας πρέπει να χρησιμοποιηθούν στο εσωτερικό της, για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ,
ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΙΝΔΙΑ,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
ΚΙΝΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου