Xριστουγεννιάτικο τραπέζι
«Αγαπώ την επανάληψη και τα μέρη που μου είναι γνωστά», λέει ο Λουίς Μπουνιουέλ στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Η τελευταία πνοή» (εκδ. Οδυσσέας). Οταν πήγαινε στο Τολέδο ή στη Σεγκόβια, εξηγεί, ακολουθούσε το ίδιο δρομολόγιο, σταματούσε στα ίδια μέρη, αντίκριζε το ίδιο τοπίο, έτρωγε τα ίδια πράγματα. Οταν του πρότειναν ένα μακρινό ταξίδι, π.χ., στο Νέο Δελχί, πάντα αρνιόταν λέγοντας: «Και τι θα κάνω στο Νέο Δελχί στις τρεις το απόγευμα;»
Η επανάληψη έδινε έναν ευπρόσδεκτο, καθησυχαστικό τόνο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι της παιδικής μου ηλικίας. Το μενού ήταν πάντα ίδιο, με μικρές παραλλαγές, οι συνδαιτυμόνες ήταν περίπου οι ίδιοι, δηλαδή οι στενοί συγγενείς, αν και υπήρχαν κι έκτακτοι μουσαφιραίοι.
Διαστάσεις προϊστορικού τέρατος έπαιρνε στα μάτια μας η ωμή γαλοπούλα, αυτό το μεγάλο ανοικονόμητο πουλί που έπρεπε να του αφαιρέσουμε τις ρίζες των μαύρων φτερών με το τσιμπιδάκι, να το καψαλίσουμε με οινόπνευμα, να το τρίψουμε με λεμόνι για «να φύγει η μυρωδιά». Πάντα η χριστουγεννιάτικη κουζίνα είχε έναν άτυπο αρχηγό, τον μερακλή θείο, που καθοδηγούσε τις γυναίκες, ενώ ο ίδιος αναλάμβανε το κόψιμο και το δίκαιο μοίρασμα του ψητού. Λες και οι ρόλοι ήταν μοιρασμένοι, όχι μόνο στην κουζίνα, αλλά και στην τραπεζαρία. Κάποιος ήταν το πειραχτήρι της συντροφιάς, άλλος ο μπεκρής, άλλος ο τραγουδιστής, ο φιλόσοφος, ο αθυρόστομος. Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια, η σούπα, το ψητό, οι δίπλες και οι κουραμπιέδες στη σερβάντα, κάθε χρόνο οι πουδραρισμένες κυρίες με τα κουδουνιστά βραχιόλια βέργες, όμως κάθε χρόνο όλοι έμεναν τελικά ευχαριστημένοι. Ακόμα και οι κουβαλημένοι έφηβοι, που έπλητταν αφάνταστα και θεωρούσαν το τραπέζι με το σόι αγγαρεία, στο τέλος έβαζαν νερό στο κρασί τους, ζητούσαν λίγο ψητό ακόμα.
Κανείς δεν δυσανασχετούσε με την επανάληψη του χριστουγεννιάτικου μενού. Δεν αναζητούσαμε εξωτικές, ασυνήθιστες γευστικές εμπειρίες και ας μην είχαμε διαβάσει τον Μπουνιουέλ, που στο ίδιο βιβλίο υμνεί την απλότητα και το ανέμπνευστο: «Δύο τηγανητά αυγά με λουκάνικα μού δίνουν μεγαλύτερη απόλαυση από όλες τις “καραβίδες α λα βασίλισσα της Ουγγαρίας”...» Για να το λέει ο Μπουνιέλ, κάτι θα ξέρει.
Ωστόσο, όλοι φέτος μπορεί να βρεθούμε, ώρα τρεις το μεσημέρι, στο Νέο Δελχί, χωρίς οδικό χάρτη, χωρίς να ξέρουμε τη γλώσσα των ντόπιων. Οσο και αν προσπαθούμε, με νύχια και με δόντια, με το καλό μας τραπεζομάντιλο, με φωτάκια και γιρλάντες, να μην παραδοθούμε στη μιζέρια, το φετινό χριστουγεννιάτικο τραπέζι δεν θα μοιάζει με τα προηγούμενα, αφού η κρίση είναι ο ακάλεστος συνδαιτυμόνας, το φάντασμα που πλανιέται στα σπίτια των μικρών και των μεσαίων. Και, όπως στη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Ντίκενς, το «Πνεύμα Των Χριστουγέννων Που Δεν Ηρθαν Ακόμα» είναι το πιο τρομαχτικό, αφού είναι κουκουλωμένο με έναν μαύρο μανδύα που κρύβει το πρόσωπό του και μόνο με το σκελετωμένο χέρι του δείχνει αυτά που δεν θέλουμε να δούμε. Φάντασμα μουγγό και απρόσωπο σαν τις κακούργες «αγορές» και τους άσπλαχνους «κερδοσκόπους».
Τίποτα δεν έχει αλλάξει, τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι δεν γυρεύουμε ψητό ελάφι ούτε τον τάρανδο του Αη Βασίλη ούτε εκλεκτούς αφρώδεις οίνους. Ομως είναι αβάσταχτη η επίγνωση ότι πλάι μας, πολύ κοντά μας, ζουν άνθρωποι που μετράνε τις μπουκιές, που μετράνε τις γουλιές του κρασιού ακόμα και τις χρονιάρες μέρες. Και όσο αυτά τα πρόσωπα αποκτούν ονοματεπώνυμο, όσο γίνονται πιο κοντινά και οικεία, τόσο γυρεύουμε την καθησυχαστική επανάληψη όχι πια της ουσίας, αλλά έστω της τελετουργίας.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΤΖΙΑΝΤΖΗ,
ΦΤΩΧΕΙΑ,
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου