Συντάξιμα χρόνια, ασύντακτα όνειρα
Άρθρο ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Tης Mαριαννας Tζιαντζη
Η δεκατετράχρονη Αμαλία πήρε τη ρόκα της για να κάμει το δρόμο γνέθοντας, έβαλε στο κεφάλι της το καλάθι με τα ραφτικά της και βγήκε από το σπίτι για να πάει τα πρόβατα να βοσκήσουν. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης («Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα») περιγράφει μια συνηθισμένη σκηνή της αγροτικής ζωής στην Ελλάδα, την εποχή που τα πιο πολλά κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο και η παιδική ηλικία τελείωνε νωρίς, πολύ νωρίς. Αλλα κορίτσια στο χωράφι, άλλα στο εργοστάσιο, άλλα υπηρετριούλες στην πόλη.
Γύρω στα 1920, η δεκαεξάχρονη Γιούλα γίνεται «εργάτισσα» σε υφαντουργείο (Εμμανουήλ Λυκούδης, «Το σπητάκι του γιαλού») και μέσα σε δύο χρόνια η αγγελική ομορφιά της μαραίνεται: «Μινάρει πολύ τη μορφή η δυστυχία, η εργασία η ολήμερη, η σκληρή, η διαβρωτική... νομίζει κανείς πως δεν βλέπει εμπρός του πλεια κορίτσια, αλλά κάτι ξεραμένα πριν ανθίσουν μπουμπούκια της ζωής, κάτι υπάρξεις με απροσδιόριστη ηλικία...».
Σήμερα η δισέγγονη της Γιούλας μαθαίνει ότι θα πάρει σύνταξη στα 65, ενώ αν η παλιά Γιούλα δεν γινόταν εργάτρια, αλλά κυρά και αρχόντισσα, ίσως να ανακάλυπτε, εκεί γύρω στα 40 της, ότι «ευκολώτερον δύναται να αποκτήση πτέρυγας» παρά «παράφορον εραστήν», αφού είναι πια μια «μεσήλιξ», όπως η κυρία Ελαφοκεφάλου στην «κοινωνική μελέτη» του Εμμ. Ροΐδη «Ο σύζυγος το μανθάνει τελευταίος».
Η παιδική εργασία επισήμως έχει καταργηθεί, όμως τώρα αναδύεται η γεροντική. Στην εκπνοή της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, πολλές γυναίκες διαπιστώνουν ότι πρέπει να εργαστούν ακόμα και δέκα χρόνια επιπλέον για να λάβουν μια σύνταξη πολύ μικρότερη από ό, τι υπολόγιζαν. Επομένως, πολύ πιο εύκολο είναι να αναζητήσουν τον παράφορο εραστή, παρά να αφοσιωθούν, εκεί γύρω στα 50, στην ανατροφή των ανήλικων παιδιών τους. Σήμερα το «βγαίνω στη σύνταξη» δεν σημαίνει ότι θα «κααάθομαι», αλλά ότι μπαίνω σε ένα νέο (και στερνό) στάδιο αβεβαιότητας και εξαθλίωσης.
Γυναίκες και άνδρες θα έπρεπε να είχαν τη δυνατότητα να εργάζονται όσο αντέχουν και όσο προσφέρουν, όμως το να αποσύρεται κανείς από πανικό, από τρόμο για τα χειρότερα που έρχονται απαξιώνει και τον εργάσιμο και τον μη εργάσιμο βίο. Οι μητέρες θα μπορούσαν να παραμείνουν επαγγελματικά ενεργές εφόσον η παράταση του χρόνου εργασίας θα συνοδευόταν από μέτρα κοινωνικής προστασίας (παιδικοί σταθμοί, κατασκηνώσεις, επαρκής δημόσια υγεία και παιδεία). Σήμερα, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, η εγκυμοσύνη καθιστά μια εργαζόμενη ανεπιθύμητη, ενώ οι εργαζόμενοι γονείς αναγκάζονται να συντηρούν ή να βοηθούν οικονομικά τα παιδιά τους για πολλά χρόνια μετά την ενηλικίωσή τους.
Η εφηβική ηλικία παρατείνεται, όχι βιολογικά, αλλά με την έννοια της οικονομικής (και όχι μόνο) εξάρτησης. Στη γενιά των 500 ευρώ δεν ανήκουν μόνο οι ηλικίες 20 - 25, αλλά και 30 και 35 χρόνων, με αποτέλεσμα συχνά οι παππούδες να συνεισφέρουν για να επιβιώσει η σχεδόν μεσόκοπη εγγονή!
Η υπογεννητικότητα, αλλά και η μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης θα είναι οι μεσοπρόθεσμες συνέπειες των νέων μέτρων. Ο ψυχολογικός μαρασμός, οι ενδοοικογενειακές τριβές, η απαισιοδοξία και η κατάθλιψη δεν διαβρώνουν απλώς την «αγγελική ομορφιά» της νεότητας, αλλά την ελπίδα για μια ελεύθερη και δημιουργική ζωή. Η Αμαλία δεν βόσκει τα αρνιά, δεν κουβαλάει τη ρόκα: έχει πατήσει τα 30 και σαπίζει στο σπίτι, ενώ η Γιούλα δεν σιγοσβήνει στο εργοστάσιο. Τα νιάτα τους δεν λιώνουν στη βιοπάλη, αλλά στα interviews, την αποστολή βιογραφικών, την εσωτερική παραίτηση, την αυτοεγκατάλειψη.
Αχ, βρε Μάικλ Τζάκσον, έφυγες πέρυσι «μεσήλιξ» στα 50 σου, προτού προλάβεις να δεις σύνταξη!
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ,
ΓΥΝΑΙΚΑ,
ΕΡΓΑΣΙΑ,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου