"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Εδώ θα µείνω


Του Νίκου Τζιανίδη

...ΚΑΙ πού να πάω, άλλωστε;

Στην Ελλάδα έµαθα να ζω µε το «τίποτα», στην Ελλάδα θα συνεχίσω δίχως τίποτα να ζω... Εδώ έµαθα να κλέβω το κράτος µε δάσκαλο το ίδιο το κράτος, εδώ µελέτησα τρόπους πλουτισµού έχοντας µοναδικό µου κεφάλαιο το άδειο κεφάλι µου. Στην Ελλάδα στάθηκα δίπλα σε κροίσους και µάλιστα τους ξεπέρασα: µε ντύσιµο ακριβό, µε το ευµέγεθες πούρο µου, µε τη λαµπερή παρουσία µου σε εστιατόρια και µπαρ, πληρώνοντας λογαριασµούς µε µισθούς µηνών. Στην Ελλάδα έκανα καριέρα µε µοναδικό µου εφόδιο την καπατσοσύνη µου. Ξένες γλώσσες δεν έµαθα, σε πανεπιστήµιο δεν πήγα, το λύκειο το τέλειωσα µε τη βάση, όµως αµείφθηκα πλουσιοπάροχα από την εργασία µου, τόσο όσο να λυπάµαι φίλους µου γιατρούς, φιλολόγους, δασκάλους, καθηγητές που φυτοζωούσαν πληρώνοντας το τίµηµα της ακριβής γνώσης τους.

Εκανα τη νύχτα µέρα σε µπουζούκια, ήπια θάλασσες στη Σαντορίνη, έκαψα τα µάτια µου στον ήλιο των Κυκλάδων, άπλωσα τα πόδια µου ράθυµα πάνω από την καλντέρα, βαφτίστηκα νεόπλουτος στις κολυµπήθρες της Μυκόνου, σεργιάνισα στα σοκάκια της Νάουσας µε τα Αrmani και τα Gucci µου. Οδήγησα νωχελικά το κάµπριο αυτοκίνητό µου στους δρόµους της Γλυφάδας, παζάρεψα σπίτια µε πισίνα και τζακούζι σε Βουλιαγµένη και Βουτζά, αστειεύτηκα µε εφοπλιστές, χτύπησα στην πλάτη επιχειρηµατίες, έδωσα το χέρι σε µεγιστάνες.

Ξεχείλισα χρέη τις κάρτες µου, µε τον Τειρεσία γίναµε... φίλοι, τις κλήσεις από τα τηλεφωνήµατα των τραπεζών τις... προωθούσα στην επόµενη µέρα, ζούσα το κάτι παραπάνω από αυτό που µπορούσα να ζήσω µε δανεικά φίλων, µε των γονιών µου την αρωγή και των δικών µου την υστερόβουλη ανοχή.

Και ένα πρωί έµαθα ότι έτσι ακριβώς, το ίδιο µ εµένα, ζούσε τόσο καιρό και η Ελλάδα: µε δανεικά, διαβιώντας τρυφηλή ζωή, µε κοστούµι επ ενεχύρω.

Και εσύ τώρα µου λες να φύγω και να πάω αλλού, να ζήσω έξω από τον τόπο µου γιατί σκοτεινιάζει, γιατί κάνει κρύο, γιατί δεν έχει πια ζωή εδώ, γιατί ο ορίζοντας σφίγγει σαν θηλιά.

Εδώ θα µείνω! Οχι γιατί έτσι που τη ζωή µου ρήµαξα εδώ, σ όλη τη γη τη χάλασα, αλλά γιατί καλύτερα στην Ελλάδα για «το τίποτα» παρά ένα «τίποτα» µακριά απ αυτήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: