"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΠΑΣΧΑ ΕΛΛΗΝΩΝ: Λαμπριάτικο


Πάσχα το 1944, πριν από εβδομήντα χρόνια πριν. Αξίζει κάθε φορά να γυρίζουμε πίσω το ρολόι του χρόνου και να κάνουμε τις αναγκαίες συγκρίσεις, μάθημα κυρίως στους επιπόλαιους και τυχερούς σαραντάρηδες και κάτω, που τολμούν αστόχαστα να φορτώνουν τη σημερινή συγκυρία με χαρακτηρισμούς όπως νέα Κατοχή, χούντα κ.τ.λ.

Πάσχα λοιπόν του 1944. Η οικογένειά μου, πατέρας, μητέρα, δύο αγόρια και ένα στην κοιλιά, που σε λίγες μέρες θα αναδυθεί κι αυτό αγόρι, έχουμε καταφύγει στην κωμόπολη της γιαγιάς για να λαδώσει λίγο το αντεράκι μας, μια και το πατρικό της μάνας μου είναι το κέντρο μιας γεωργικής, μέτριας, αλλά επαρκούς, παραγωγής. Ο πατέρας μου εκπαιδευτικός, η μάνα μου νοικοκυρά, που η προίκα της σε χρήματα εξανεμίστηκε με τον κατοχικό πληθωρισμό, έτσι ώστε η τετραμελής οικογένεια ζούσε αποκλειστικά από τον πληθωρισμένο μισθό του πατέρα. Η οικονομία του πατρικού τής μητέρας μου σπιτιού είχε τουλάχιστον επάρκεια σε ζαρζαβατικά, ελιές, λάδι και όσπρια και βέβαια σιτάρι και αλεύρι.

Μικρό παιδί θυμάμαι τη μάνα μας να φτιάχνει πράσινο σαπούνι, σε τελάρα ξύλινα, να φουρντίζει στον οικιακό φούρνο και να υφαίνει στον αργαλειό. Σ' ένα υπόστεγο μέσα στη «μέσα» αυλή ήταν η κάθη με τις ελιές και στο κατώι τα κιούπια με το λάδι, τα φασόλια, τα ρεβύθια, τις φακές, τα ειμαρμένα σκόρδα και τα λουκάνικα, προϊόντα του γουρουνιού της περασμένης χρονιάς. Εξάλλου με το δέρμα του γουρουνιού είχαμε φτιάξει στον τσαγκάρη της κωμόπολης τα αρβυλάκια μας, με καρφιά, βέβαια, για να μη λιώνουν γρήγορα!

Ομως εκείνο το Πάσχα θα μας κυνηγά σ' όλη μας τη ζωή. Η κωμόπολη μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών δεν είχε κατοχική φρουρά, η οποία είχε ανατεθεί από τα κατοχικά στρατεύματα στους κοκορόφτερους του Μουσολίνι. Γερμανική φρουρά υπήρχε σε παραλιακή πόλη λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα.

Ομως μια εβδομάδα πριν από το Πάσχα είχαν κατέβει ώς τον κάμπο αντάρτες του ΕΛΑΣ και είχαν ανατινάξει ένα σταθμό ανεφοδιασμού του κατακτητή και είχαν σκοτώσει μια γερμανική περίπολο που περιφέρονταν με τη γνωστή μοτοσυκλέτα με το καλάθι.

Μεγάλη Τρίτη χτύπησαν συναγερμό οι καμπάνες της εκκλησίας και οι δημοτικοί ντελάληδες καλούσαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη, γιατί αναμενόταν γερμανική έφοδος για αντίποινα.

Η εγκατάλειψη της κωμόπολης έγινε μέσα σε πανικό, φωνές και απελπισία. Τα μόνα μέσα μεταφοράς ήταν ένα-δυο δημοτικά φορτηγά, ένα ιδιωτικό ταξί, φορντάκι, και κάρα, σούστες και μουλάρια, γαϊδούρια και αγελάδες. Το πρόβλημα ήταν οι άρρωστοι γέροντες και οι γριές και τα μικρά. Ξεκίνησε λοιπόν μία λιτανεία που σήκωνε κουρνιαχτό στους χωμάτινους δρόμους προς το βουνό. Σκοπός ήταν να φτάσουν κυρίως οι γέροντες σ' ένα μοναστήρι, χωρίς καλόγερους, που είχε όμως εγκαταλειμμένα κελιά, που γέμιζαν μόνο κάθε χρόνο στην πανήγυρη του μοναστηριού των Αγίων Αναργύρων. Οι υπόλοιποι, άντρες, γυναικόπαιδα, θα έπρεπε να βρουν κατάλυμα στις στάνες, στα μαντριά γύρω από το γυμνό βουνό που υψωνόταν πάνω από τις παρυφές της κωμόπολης.

Η δική μας οικογένεια, αφού άφησε την άρρωστη γιαγιά (πέθανε 20 μέρες μετά και 5 μέρες πριν γεννηθεί ο τρίτος εγγονός της!) στο μοναστήρι, οδηγήθηκε σ' ένα μαντρί όπου ένας γείτονας συντηρούσε πολλά κατσίκια με δεκάδες σκυλιά. Στο χώρο του εντασσόταν και μία μεγάλη σπηλιά. Μέσα εκεί είχε το τυροκομιό του και τη βατσέλα για την παραγωγή του βούτυρου και βέβαια τα στρωσίδια του και τα στρωσίδια του παραγιού του.

Σ' αυτή τη σπηλιά καταφύγαμε η μάνα μου έγκυος και τα δυο μας, αδέρφια. Ο πατέρας με κάτι θείες νεώτερες αδελφές της μητέρας μου στήσαν σκηνή δίπλα στο μαντρί. Σ' αυτή την πρόχειρη κατασκήνωση περάσαμε έως τη Δευτέρα του Πάσχα, ενώ στην κωμόπολη που αντικρύζαμε από ψηλά καίγονταν σπίτια. Οι Γερμανοί είχαν φτάσει με μηχανοκίνητη φάλαγγα και είχαν πυρπολήσει μεγάλα αρχοντικά. Είχαν απειλήσει να κάψουν και την εκκλησία, γιατί κάποιος καταδότης είχε «καρφώσει» και τον λεβέντη παπα-Λάμπρο, έναν πάπαρδο πρώτο στο αλέτρι, πρώτο στο χορό στα πανηγύρια, πρώτο στο κρασί.

Μ' αυτόν τον λεβεντόπαπα κάναμε, όταν έφτασε με μια σούστα στο μαντρί, όλη την Εβδομάδα. Σε ένα πέτρινο τραπέζι έξω από τη σπηλιά, με γύρω γύρω τα αντίσκηνα και μέσα στον ήχο των κυπριών, των χάλκινων κουδουνιών των τράγων και των κατσικιών, κάναμε τη σταύρωση χωρίς σταυρό, τα εγκώμια της Μ. Παρασκευής χωρίς επιτάφιο και την Ανάσταση το ξημέρωμα κι όχι τα μεσάνυχτα, αφού δεν υπήρχε τρόπος να τελεστεί τίποτα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ο παπα-Λάμπρος είχε φέρει μαζί του στη φούρια του μερικά κεριά και το λιβανιστήρι και σ' ένα σάκκο τα άμφιά του. Ομως με μεγάλη ευσέβεια είχε αμπαλάρει μέσα σε εφημερίδες και το άγιο δισκοπότηρο με τη λαβίδα.

Ετσι τα ξημερώματα μετά το «Χριστός Ανέστη» όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, μετάλαβαν και μαζί με το «Χριστός Ανέστη» αντιβούιζαν οι ρεματιές και η ηχώ ταξίδευε τις ευχές: «Καλή λευτεριά». «Καινούργια ζωή».

Αν έλειπαν σταυρός, επιτάφιος και μια έστω υποτυπώδης θύρα για το «Αρατε πύλας», δεν έλειπαν τα κατσίκια. Ετσι μετά την λειτουργία εν υπαίθρω, ο τσοπάνος με τσοπανόπουλο, αλλά και οι χασάπηδες κατασκηνωτές, βούτηξαν πέντε-έξι κατσίκια, τα έσφαξαν, τα έγδαραν, τα σούβλισαν και ανάψανε με τσάκνα ξερά και φρύγανα φωτιά σε απάγκιο μέρος, ώστε να μη φαίνεται και ο καπνός από τον κάμπο, και ψήσαμε τον πατροπαράδοτο οβελία.

Ψάλαμε, τραγουδήσαμε και χορέψαμε, ενώ κυρίως οι γυναίκες και τα νέα παλικάρια τραγουδούσαν, ενώ γύριζαν τη σούβλα με τα σφαχτά, τα κοκορέτσια και τα σπληνάντερα.

Ενα βαρελάκι με κόκκινο κρασί μας πότιζε που βρισκόταν μέσα στη σπηλιά, παρηγοριά των ποιμένων τις νύχτες του χειμώνα. Ο παπα-Λάμπρος γιόρταζε και χόρεψε κι έναν καρσιλαμά.

Ετσι πήρανε τα όνειρα εκδίκηση, που λέει και ο ποιητής:


«Αναστάσιμος ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Ελλήνων Πάσχα»

Δεν υπάρχουν σχόλια: