"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Ο δρόμος

Tου Νικου Κωνστανταρα

Ο δρόμος από το Ρέθυμνο προς το χωριό μου –σχεδόν έρημος τώρα που άνοιξε μια ευκολότερη διαδρομή– είναι ένας ζωντανός οργανισμός, με την ιστορία του, τα μπαλώματά του, με μικρές και μεγάλες χαρές, τραγωδίες, θαύματα, τάματα, νέα και παλιά τμήματα, αποκομμένες παρακάμψεις που επιστρέφουν στο δάσος, γέφυρες, γκρεμούς, κατολισθήσεις και στροφές. Ο παππούς μου και τα αδέλφια του, όπως και τόσα παλικάρια της εποχής, δούλευαν εργάτες στον δρόμο για να σπουδάσουν τον μεγαλύτερο αδελφό, για να κάνει η οικογένεια ένα άλμα προς τα πάνω, να αρχίσει και αυτή να λύνει τα σφιχτά δεσμά της εξάρτησης από τη γη και από τα καπρίτσια του καιρού. Μέσα από αμέτρητες γενιές γεωργών και τεχνιτών, ένας ξέφυγε, για να ανοίξει και αυτός δρόμους για άλλους.

Ετσι ήταν η εξέλιξη στα χωριά μας, όπου οι άνθρωποι βασίζονταν μονάχα στις δικές τους δυνάμεις, στον δυνατό κοινωνικό ιστό και τους κανόνες συμπεριφοράς που δημιουργήθηκαν μέσα στους αιώνες. Οι άνθρωποι τα έβγαζαν πέρα μόνοι τους, χωρίς τη βοήθεια κανενός κράτους. Το κράτος υπήρχε κυρίως για να απαιτεί θυσίες – φόρους και στρατεύσιμους και ό, τι άλλο εξυπηρετούσε τα δικά του συμφέροντα, που δεν ήταν ταυτόσημα με τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού

Ο νόμος ήταν αυστηρός και η εφαρμογή του σίγουρη. Αλλά συχνά, οι σοφότεροι του χωριού διατηρούσαν την τάξη χωρίς την παρέμβαση του χωροφύλακα ή του αγρονόμου. Το μεροκάματο ήταν από την ανατολή ώς τη δύση, με λίγη ώρα ελεύθερη για φαγητό το μεσημέρι. Οπως σημείωνε ο παππούς μου αργότερα, «με το μεροκάματο έτρωγες ψωμί. Σήμερα, με το μεροκάματο αγοράζεις ψωμιά να φάει όλο το χωριό». Για να πάρεις άρβυλα, έπρεπε να μαζεύεις τα μεροκάματα ενός μήνα. «Σήμερα, με δυο-τρία μεροκάματα παίρνεις τα καλύτερα. Πού βρέθηκε τόσο χρήμα;». Ετσι μετρούσε την αξία και την υπεραξία των πραγμάτων ο παππούς μου και φοβόταν ότι τα πράγματα ήταν εκτός ελέγχου. Δεκαοκτώ χρόνων έβαλε παπούτσια. Αυτός και τα αδέλφια του δούλευαν στον δρόμο, στα χωράφια, σκαρφάλωναν στα βουνά ξυπόλυτοι. Οταν ο παππούς μου έβαλε άρβυλα, πήρε τα βουνά, πετούσε πάνω από βράχια και αγκάθια, έγινε ξακουστός κυνηγός. Βρήκε τη δική του ελευθερία, την επιτυχία, τη δική του ευτυχία.

Αυτή η γενιά –της οποίας τα περισσότερα μέλη είχαν γεννηθεί πριν από την Ενωση της Κρήτης με την Ελλάδα ή στα πρώτα χρόνια της ελευθερίας– είδε ολόκληρη την Ελλάδα να κάνει τεράστια άλματα από την Eποχή του Xαλκού και της απομόνωσης στην πλημμύρα του πλούτου που έφεραν ο τουρισμός, τα ευρωπαϊκά κονδύλια και ο δανεισμός. Υπηρέτησαν σε πολέμους μακριά από την Κρήτη, αντιστάθηκαν στον κατακτητή της γης τους, σκότωσαν εχθρούς, έκλαψαν συντρόφους και αδέλφια, έχασαν παιδιά στον θάνατο και την ξενιτιά. Τραγούδησαν, χόρεψαν, έζησαν. Είδαν μηχανήματα να μεταμορφώνουν σε λίγους μήνες τους δρόμους που είχαν χαράξει στα βουνά με κασμάδες και καρότσια, να χτίζονται Kέντρα Yγείας και να έρχονται γιατροί, σούπερ μάρκετ και φαρμακείο. Είδαν πολλά από τα παιδιά τους να μαθαίνουν το παιχνίδι της πολιτικής, να καταφέρνουν να βολέψουν τα δικά τους παιδιά στο Δημόσιο – να εξασφαλίζουν το μεροκάματο «βρέξει, χιονίσει». Και οι γέροντες, στο τέλος της ζωής τους, στο ξημέρωμα μιας νέας εποχής, πήραν συντάξεις από το κράτος. Για πρώτη φορά, όλοι έπαψαν να εξαρτώνται πια μόνο από τη γη ή από τα παιδιά τους· μπόρεσαν να πληρώνουν τους λογαριασμούς τηλεφώνου και ρεύματος – αγαθά που δεν είχαν δει ούτε στα όνειρά τους οι δικοί τους γονείς.

Γνώριζαν, όμως, ότι οι αλλαγές, όσο αναγκαίες και καθυστερημένες και αν ήταν, έφερναν και τον σπόρο της καταστροφής. Ο παππούς μου, που πέθανε πριν από 11 χρόνια, απελπιζόταν με αυτά που έβλεπε. «Πού είναι η ελευθερία όταν ο καθένας κάνει ό, τι θέλει, χωρίς να λογαριάζει κανέναν άλλο;», ρωτούσε. Πολλά χρόνια νωρίτερα, στις αρχές της δεκαετίες του ’80, ένας άλλος σοφός γέρος έγνεψε προς τη μόνη τηλεόραση του χωριού, στο καφενείο του υιού του, και είπε: «Ετούτοσες ο διάλος θα μας καταστρέψει. Θα μας εκάνει ούλους ίδιους».  

Με τα χρόνια κατάλαβα ότι δεν εννοούσε τις ξανθιές παρουσιάστριες με την αθηναϊκή προφορά, αλλά ότι θα μιμούμαστε τις ίδιες συμπεριφορές, θα παύαμε να ψάχνουμε τον δικό τους δρόμο. Γίναμε ίδιοι. Και σήμερα, είμαστε όλοι ξυπόλυτοι και απροετοίμαστοι στα δύσκολα. Δεν θα γυρίσουμε πίσω εκεί όπου ήμαστε πριν και δεν ξέρουμε πού πάμε. Χάρη στους αλησμόνητους νεκρούς μας, όμως, ξέρουμε ότι δρόμος υπάρχει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: