Οι μαύρες τρύπες της ελληνικής ανταγωνιστικότητας
Εισάγουμε πολύ περισσότερα από όσα παράγουμε ή εξάγουμε. Η μόνιμη επωδός αναλυτών, οικονομολόγων και διεθνών οργανισμών που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και χρόνια, βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο. Αφορμή η πρόταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, χρειάζεται να μειωθούν οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα. Ομως, ειδικοί υποστηρίζουν κατηγορηματικά ότι η ενίσχυση της εξωστρέφειας της χώρας περνάει μέσα από ευρύτερες και πιο ριζικές διαρθρωτικές αλλαγές.
«Οι μισθοί δεν συμβάλλουν στην επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας», δηλώνει κατηγορηματικά ο κ. Γκίκας Χαρδούβελης, καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και οικονομικός σύμβουλος του ομίλου Εurobank ΕFG. Κατά την άποψή του, «η χαμηλή ανταγωνιστικότητα οφείλεται κυρίως στον τρόπο λειτουργίας των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, οι οποίες κυριαρχούνται από ολιγοπωλιακές πρακτικές, με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί ο ανταγωνισμός». Ως αποτέλεσμα, τα παραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες διατίθενται σε υψηλές τιμές, εξέλιξη που μειώνει τη ζήτηση των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων, όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό. «Οταν διαθέτεις πιο ακριβά προϊόντα από αυτά που παράγονται σε άλλες χώρες, πώς είναι δυνατόν να πουλήσεις;», παρατηρεί ο κ. Χαρδούβελης, ο οποίος απορρίπτει κατηγορηματικά την προοπτική μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα και υποστηρίζει ότι «η άνοδος των μισθών ακολούθησε την αύξηση της παραγωγικότητας».
Σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες αγαθών οι εισαγωγές είναι πολλαπλάσιες των εξαγωγών. Ανάμεσα σε περίπου 100 κατηγορίες, μόνο σε 11 οι εισαγωγές ξεπερνούν τις εξαγωγές και η αξία τους καταλαμβάνει πολύ μικρό μέρος του εμπορικού ισοζυγίου. Οι εξαγωγές είναι μεγαλύτερες σε κατηγορίες όπως είναι τα βρώσιμα φρούτα, τα λάδια, τα είδη ζαχαροπλαστικής, τα παρασκευάσματα λαχανικών και φρούτων, το μαλλί, το βαμβάκι, το αλουμίνιο, τα κοινά μέταλλα. Επιδόσεις που δείχνουν ότι η διάρθρωση της ελληνικής παραγωγής έχει μείνει πίσω και ανταποκρίνεται στη ζήτηση περασμένων δεκαετιών.
Αντίθετα, στα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας οι εισαγωγές απορροφούν ετησίως σημαντικά κονδύλια, ενώ οι εξαγωγές είναι εξαιρετικά χαμηλές. Το 2009 οι εισαγωγές σε μηχανές και εξοπλισμό έφτασαν τα 6,2 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές ήταν μόλις 867 εκατ. ευρώ. Οπως παρατηρούν στελέχη της Τραπέζης της Ελλάδος, η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα συνδέεται με την αδυναμία της εγχώριας προσφοράς να ανταποκριθεί επαρκώς στη σύνθεση, αλλά και τον ρυθμό ανόδου της εγχώριας και της εξωτερικής ζήτησης.
«Στην Ελλάδα παράγουμε προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας, ενώ η ζήτηση, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, είναι για προϊόντα μέσης και υψηλής τεχνολογίας», παρατηρεί ο κ. Γιάννης Στουρνάρας, γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών. Οπως επισημαίνεται, άλλωστε, σε έκθεση του ΙΟΒΕ, αν και τα τελευταία χρόνια καταγράφηκε ανοδική πορεία στις εξαγωγές μέχρι τουλάχιστον το 2008, δομικές αλλαγές στη διάρθρωση του εξαγωγικού μείγματος δεν έχουν πραγματοποιηθεί.
Αντίθετα την τελευταία δεκαπενταετία πολλές χώρες αλλάζουν τον εξαγωγικό τους προσανατολισμό. Χώρες όπως η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ινδία, και πρωτίστως η Κίνα εκμεταλλεύτηκαν το χαμηλό κόστος και τη γεωγραφική τους θέση. Ετσι, τα προϊόντα που κυρίως εξάγονταν από την Ελλάδα (κλωστοϋφαντουργικά κ.ά.), πλέον παράγονται από χώρες με αρκετά χαμηλότερο κόστος. Παράλληλα, η Ελλάδα δεν ακολούθησε τον προσανατολισμό άλλων οικονομιών, οι οποίες προσαρμόστηκαν στην παραγωγή προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία.
πηγη ΤΑ ΝΕΑ
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΤΑ ΝΕΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου