Μέσα στο «συνωστισμό των επετείων» του 2009, όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε η Μαριάννα Τζιαντζή της «Καθημερινής», μας ξέφυγε μία. Εκείνη για το «βρώμικο 1989».
Τώρα γιατί «βρώμικο» και γιατί κατ' ανάγκην πρέπει να αναφερθεί, αποτελεί ερώτημα προς «διακρίβωσιν». Ωστόσο αποτελεί κι αυτό μέρος της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας μας και σαν τέτοιο θα ήθελα να αναφερθώ σ' αυτό.
Πρόκειται βέβαια για το «σκάνδαλο Κοσκωτά», που ουκ ολίγον ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία. Το οποίο βέβαια, 20 χρόνια μετά, ωχριά σε σύγκριση με όσα άλλα σκάνδαλα ακολούθησαν.
Παρ' όλ' αυτά τότε αποτελούσε ΤΟ σκάνδαλο. Γιατί;
Ας ανατρέξουμε περιληπτικά στην ιστορία του σκανδάλου, μια που τη μελέτησα ενδελεχώς προκειμένου να γράψω ένα βιβλίο, που το έγραψα. Είναι το «Κ», που πρωτοκυκλοφόρησε δίτομο (900 σελίδες) το 1992 από τις εκδόσεις «Πλειάς» και πρόσφατα, συντομευμένο κατά 450 σελίδες, από την «Εμπειρία Εκδοτική».
Ενας μετανάστης, από τον Ασπρόπυργο Αττικής, επιστρέφει από το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης οίκοι. Ονομάζεται Γεώργιος Κοσκωτάς και πιάνει δουλειά στην τότε Τράπεζα Κρήτης, ως υπεύθυνος του συναλλάγματος.
Ευφυής όπως είναι, καταλαβαίνει ότι οι συμπατριώτες του κοιμούνται. Δεν ξέρουν τίποτα για τις ηλεκτρονικές εγγραφές δικτύου, δεν ασχολούνται με τη νέα τεχνολογία ούτε γνωρίζουν τι είναι οι raiders του Χρηματιστηρίου.
Αφού αβγατίσει τα αποθέματα των καταθετών σε συνάλλαγμα, μέσω της καθυστέρησης της κατάθεσής τους στην Τράπεζα της Ελλάδος, με τη συνεργασία του αδελφού του Στηβ (Σταύρου) που δουλεύει στη Μέριλ Λιντς, μια μέρα εμφανίζεται μέσω ενός «αχυράνθρωπου» στον ιδιοκτήτη της τράπεζας και την αγοράζει με τα ίδια τα λεφτά της.
(Στην ταινία που επρόκειτο να γίνει με τον Κώστα Γαβρά, και τελικά δεν έγινε, γιατί ο διάσημος σκηνοθέτης «τα 'παιξε» με τον δεύτερο τόμο της πρώτης έκδοσης, το ζενερίκ της ταινίας θα ήταν ακριβώς αυτό: ο Κ. δίνει μια επιταγή της τράπεζας στον ιδιοκτήτη της, που είναι καταχρεωμένος με την ξενοδοχειακή του μονάδα «Πόρτο Καρράς», και αγοράζει με τα λεφτά του ιδιοκτήτη την ίδια την τράπεζά του.)
Μιας και την απέκτησε, εμφανίζεται ως εκδότης: του ΕΝΑ πρώτα, του περιοδικού με αρχισυντάκτη τον Παύλο Μπακογιάννη, του ΤΕΤΑΡΤΟΥ μετά, με διευθυντή τον Μάνο Χατζιδάκι, και καθώς πλησιάζουν οι εκλογές του 1985 και πληροφορείται ότι πρόκειται να τις κερδίσει και πάλι το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, προσφέρεται να τυπώσει δωρεάν τα διαφημιστικά έντυπα του κόμματος.
Εσείς τι άλλο θα θέλατε από μένα; αντιρωτά με τη σειρά του.
Κι αγοράζει ατάκα την «Καθημερινή» από την Ελένη Βλάχου, τη «Βραδυνή» από τις αδελφές Αθανασιάδη και μπρος στο φάσμα ότι πρέπει να αγοράσει ακόμα 20 εφημερίδες, αποφασίζει να φτιάξει τη δική του.
Χτίζει στην Παλλήνη το πιο σύγχρονο εκδοτικό συγκρότημα των Βαλκανίων, φτιάχνει ένα ραδιοφωνικό σταθμό, αλλά εκεί τον προλαβαίνει μια υποψιασμένη εφημερίδα, το ΕΘΝΟΣ, που τον κατηγορεί ότι είναι μαφιόζος γιατί προσπάθησε, μετά την Κρήτης, να αγοράσει και δεύτερη τράπεζα, τη Θεσσαλίας.
Αντί να αντιπαρέλθει την αστήρικτη αυτή κατηγορία που βασιζόταν σε παραμυθολογία (ανέφεραν τη Μέριλ Λιντς ως «Μαίρη Λιντς» κ.τ.λ.), μήνυσε την εφημερίδα. Κι από τις δίκες (πρωτοδικείου και εφετείου) προέκυψε το όχι και τόσο καθαρό παρελθόν του στις ΗΠΑ.
Ωσπου ήρθε το χαστούκι του δαιμόνιου Κίτσου Τεγόπουλου από την «Ελευθεροτυπία», που ανακάλυψε ότι οι ισολογισμοί της Τράπεζας Κρήτης ήταν πλαστοί.
Τότε (Αύγουστο του 1988) αρρωσταίνει ο Ανδρέας Παπανδρέου κι οι μετά από αυτόν απείχαν, σε σύγκριση μαζί του, όσο η Γη απ' τη Σελήνη. Κοντολογίς, τα κάναν' θάλασσα. Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος στέλνει ελεγκτές στην Τράπεζα Κρήτης για να μην πάει ο ίδιος αργότερα στη φυλακή, ενώ ο «αντ' αυτού» αντιπρόεδρος της ακυβέρνητης κυβέρνησης πίστευε αυτό που του έλεγε ο τραπεζίτης: «Με τους ελεγκτές θα βουλιάξω εγώ, αλλά κι εσείς μαζί μου».
«Γιατί θα βουλιάξεις, άνθρωπέ μου;».
Τίποτα.
Κι έτσι, μετά την απειλή της επικείμενης σύλληψής του, δραπέτευσε οικογενειακώς με το ναυλωμένο λίαρ τζετ, αφού εν μια νυκτί πούλησε μονοκούκι και τις εγκαταστάσεις της Παλλήνης μαζί με τις 24 ΩΡΕΣ (την εφημερίδα του) και τον ΣΚΑΪ και τον Ολυμπιακό που μόλις είχε αποκτήσει και παραδόθηκε, έπειτα από ένα 20ήμερο στη Βραζιλία, στη θετή πατρίδα του, στις ΗΠΑ, και πιο συγκεκριμένα στις φυλακές του Σάλεμ (οι «μάγισσες») απ' όπου άρχισε να εκτοξεύει τα δηλητηριώδη βέλη του, αφού πρώτα έγινε εξώφυλλο στο ΤΙΜΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου