"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Η παρεξήγηση του διαλόγου

Του Ρούσσου Βρανά

Η παρεξήγηση: Όταν η γαλλική κυβέρνηση ανησύχησε για τη «βία των νέων», που εκδηλώνεται ολοένα και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια στις γαλλικές αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, κάλεσε τους νέους σε διάλογο με την αστυνομία. Σα να ήταν ποτέ δυνατόν να γυρίσουν πίσω οι δείκτες του ρολογιού, σε έναν χρόνο φανταστικό όπου όλοι, «καλοί» και «κακοί», ήμασταν ακόμη αθώοι.

Ο διάλογος γίνεται μεταξύ ανθρώπων που έχουν κάτι να πουν μεταξύ τους. Τι θα μπορούσαν να συζητήσουν οι νέοι με τους αστυνομικούς; Οι νέοι ζουν δακτυλοδεικτούμενοι σε ένα καθημερινό κάτεργο, ταπεινωμένοι από τον επαγγελματικό και κοινωνικό αποκλεισμό τους. Όσο κι αν τους λέμε πως τους αγαπάμε ή πως και οι αστυνομικοί τούς αγαπούν κι αυτοί, οι νέοι γνωρίζουν την αλήθεια, τη βλέπουν στους καθημερινούς διωγμούς, στους αποκλεισμούς και τις διαπομπεύσεις.
Οι άλλοι, οι αστυνομικοί, δεν είναι παρά όργανα ενός πολιτικού συστήματος. Τι να συζητήσει κανείς με αυτούς; Παρ΄ όλους τους προσωπικούς φόβους τους, τις πικρίες τους, τις αγωνίες τους, η δουλειά τους δεν είναι να συζητούν, αλλά να επιβάλουν τον νόμο και την τάξη. Ποιος έγινε ποτέ αστυνομικός, επειδή του το υπαγόρευσαν οι φιλοσοφικές του πεποιθήσεις; Φρουροί της τάξης, μιας τάξης ανισοτήτων και αποκλεισμών, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του συστήματος, ιδιαίτερα όταν αυτό περνάει κρίσεις σαν κι αυτήν που ζούμε, λέει ο Πατρίκ Μινιάρ, καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης. Πώς είναι λοιπόν να δυνατόν να συζητήσουν τα θύματα αυτής της τάξης με αυτούς στους οποίους έχει ανατεθεί η υπεράσπισή της;
Οι καλοπροαίρετοι ακόμη και οι πιο ειλικρινείς, δεν θα τα κατάφερναν ποτέ να ξεπεράσουν αυτή την κοινωνική πραγματικότητα. «Ο διάλογος των νέων με τους αστυνομικούς δεν είναι παρά ένα επικοινωνιακό πολιτικό τέχνασμα», λέει ο Πατρίκ Μινιάρ. «Ύστερα από κάποιο σοβαρό ή ατυχές γεγονός, δίνει την αυταπάτη του κατευνασμού και δείχνει στον αφελή πολίτη πως η ειρήνη βασιλεύει και πάλι στην κοινωνία». Ο διάλογος αυτός είναι προσχηματικός και στηρίζεται στον μύθο της ουδετερότητας της αστυνομίας, η οποία υπερασπίζεται αμερόληπτα τη «δημοκρατική τάξη». Ο ίδιος μύθος παρουσιάζει τους αστυνομικούς σαν «σωτήρες» και «προστάτες» χηρών και ορφανών, όπως ακριβώς το θέλει η χολιγουντιανή παράδοση των τηλεκατευθυνόμενων ρόμποκοπ. Αυτοί που σώζουν, όμως, είναι οι πυροσβέστες και οι γιατροί. Οι αστυνομικοί τιμωρούν, συλλαμβάνουν και προστατεύουν την κοινωνική τάξη. Όταν η πολιτική εξουσία τούς βάζει να κάνουν διάλογο με τα θύματά τους (ή να απολογηθούν γι΄ αυτά), τους υποχρεώνει να υποδυθούν έναν ρόλο που δεν είναι δικός τους. Ο μοναδικός διάλογος που θα μπορούσε να γίνει είναι με την εξουσία που τους δίνει τις εντολές.

Και το μοναδικό κοινό σημείο που θα μπορούσε να βρεθεί ανάμεσα στους αστυνομικούς και τα θύματά τους είναι αυτό που έγραψε κάποτε ο Καρλ Μαρξ:
«Η ελευθερία αρχίζει όταν η εργασία παύει πια να υπαγορεύεται από την ανάγκη».
πηγη ΤΑ ΝΕΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: