Στην απόφασή του, που εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Δικαστήριο σημειώνει ότι «η προϋπόθεση της συγκεκριμένης ιθαγένειας για την πρόσβαση στις θέσεις πλοιάρχου και υποπλοιάρχου στα πλοία που φέρουν τη σημαία του οικείου κράτους-μέλους δεν συμβιβάζεται με τους κοινοτικούς κανόνες περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων».
Οι ίδιοι αυτοί κανόνες σημειώνεται, περιλαμβάνουν εξαίρεση, βάσει της οποίας επιτρέπεται πράγματι η θέσπιση τέτοιου περιορισμού στη σύνθεση των πληρωμάτων, αλλά μόνο υπό έναν πολύ συγκεκριμένο όρο: ότι στα πλοία στα οποία εφαρμόζεται, υπάρχει «γνήσιος δεσμός με το κράτος-μέλος», ο δε πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος, από τη φύση της εργασίας τους είναι υποχρεωμένοι να ασκούν και δη συχνά «προνόμια δημόσιας εξουσίας», κάτι που η ελληνική νομοθεσία προσδιορίζει μεταξύ άλλων όπως «η διατήρηση της ασφάλειας επί του πλοίου, η άσκηση αστυνομικών καθηκόντων συνοδευόμενων από ανακριτικές εξουσίες, η επιβολή κυρώσεων και η άσκηση αρμοδιοτήτων συμβολαιογράφου και ληξίαρχου.
Η ελληνική πλευρά επιπλέον επικαλέσθηκε, ως συνήθως, «γεωγραφικές ιδιαιτερότητες», τον νησιωτικό χαρακτήρα της χώρας και την επισήμανση ότι τα υπό ελληνική σημαία εμπορικά πλοία μπορεί να κληθούν να συμμετάσχουν «στην άμυνα της χώρας και στην αντιμετώπιση κρίσεων σε καταστάσεις που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας και σημαντικών δημοσίων αγαθών».
Ωστόσο, εξετάζοντας την κατάσταση το Δικαστήριο έκρινε ότι ο «γνήσιος δεσμός» και η άσκηση δημόσιας εξουσίας έχουν στην ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία πολύ πιο περιορισμένη και συγκεκριμένη έννοια απ’ ό,τι προβλέπει η Ελλάδα. Μια Ελλάδα που επιπλέον «δεν απέδειξε ότι η άσκηση των εν λόγω προνομίων δημόσιας εξουσίας συνδέεται με την επιβαλλόμενη από το διεθνές δίκαιο υποχρέωση να υφίσταται “γνήσιος δεσμός” μεταξύ του πλοίου και του κράτους τη σημαία του οποίου φέρει το πλοίο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου