«Ασµα µεταναστευτικό, ειρωνικό και πένθιµο»
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Toυ ΣΤΑΜΑΤΗ ΦΑΣΟΥΛΗ
Τώρα που ζούµε όλοι µακριά από την Ελλάδα, τώρα καταλαβαίνουµε τις χάρες που είχε ο τόπος µας. Κι όσο περνάει ο καιρός η νοσταλγία γίνεται πιο σκληρή. Αµείλικτη. Δεν σε ρωτάει, δεν σου χτυπάει την πόρτα, µπαίνει από παντού γυµνή η µνήµη. Μέσα από τοίχους κι επτασφράγιστα παράθυρα, διαρρηγνύει κλειδωµένες πόρτες ασφαλείας, παραµερίζει τον χρόνο, εισβάλλει στο παρόν µε εικόνες ανάγλυφες και ολοζώντανες, µε δυνατές οσµές, ακούσµατα κι αισθήµατα που ανθούσαν παλιά και τώρα κείτονται στη µέση της σάλας σαν ξεραµένα άνθη µιας συνεχούς κηδείας.
Κάποτε σε ξεκούραζε µια βόλτα στο αττικό φως, ένας καφές στο Θησείο µε δροσερό νερό και πάµφωτο τον Παρθενώνα. Ενα τηλέφωνο που έφτανε αν και αργά σε έκανε να καρδιοχτυπάς και να ελπίζεις σε κάτι πιο ερωτικό από τη φωνή της τράπεζας και του εντεταλµένου για την είσπραξη δανείου. Στις ειδήσεις όλοι Ιούνιο µήνα περιµέναµε τον καιρό, να δούµε αν µας αντέξει η θάλασσα, κι όχι την έγκριση της Γερµανίας για τη δόση της ζητιανιάς µας.
Ακόµα και στον σκουπιδότοπο της τηλοψίας έβλεπες να πετάνε κάτι γλάροι που φλυαρούσαν άσκοπα αλλά τόσο κιτς σχεδόν χαριτωµένα. Τώρα κι η τηλεόραση σαν έγχρωµο φάντασµα του εαυτού της τρέφεται από τις ίδιες της τις σάρκες. Βλέπεις το ξεραµένο αίµα στο παρκέ µπροστά στη συσκευή. Στα γραφεία – τεράστιες αίθουσες χωρισµένες σε κυψέλες, κάθε κελί κι υπάλληλος –δεν κοιτάει κανείς µπροστά. Ολοι στην πόρτα, ποιος θα µπει, τι θα πει, ποιον απολύουν σήµερα.
Θυµάµαι, δεν πάει πολύς καιρός, φεύγαµε από την πρόβα άνετοι µε τις σκέψεις, την κούραση, την αγωνία για τον ρόλο ή τη χαρά που τέλειωσε η δουλειά. Τώρα µαζεύονται παρέες να µην είναι κανείς µόνος του. Κρύβουν µαχαίρια πια οι φυλλωσιές της νύχτας. Οχι ότι µε γέµιζαν χαρά κι ευτυχία που όλα τα ισόγεια της Πατριάρχου Ιωακείµ έβαλαν τζάµια στους τοίχους και γίναν µαγαζά πολυτελείας µε φύκια για µεταξωτές κορδέλες στη βιτρίνα. Αλλά πάλι και να βλέπεις πόρτα παρά πόρτα το άδειο σκοτάδι και την ταµπέλα ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ - ΚΛΕΙΣΑΜΕ - ΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ - ΠΩΛΕΙΤΑΙ δεν είναι ό,τι ονειρεύτηκες.
Στις σχέσεις πάλι έχουν αλλάξει όλα. Στο καλύτερο δεν ξέρω, αλλά πιο στενές, πιο της ασφάλειας, πιο πιάσε µε γιατί έξω είναι ΦΟΒΟΣ.
Βλέπω τα νέα παιδιά στην πρόβα. Χείλια σφιχτά. Το αστείο σκοτεινό, σχεδόν απεγνωσµένο. Τα µάτια κοιτάνε όλα προς τα µέσα. Κάποτε τα γέλια σπάζαν τζάµια. Οι καρδιές τους χορεύανε τον πιο τρελό χορό.
Ηταν ωραία κάποτε στην πατρίδα. Πόσο την έχω πιθυµήσει. Πότε θα ξαναγυρίσουµε; Εστω για διακοπές. Ενα καλοκαίρι. Δεκαπέντε µέρες. Μια βδοµάδα. Ενα Σαββατοκύριακο. Μια µέρα. Ενα απόγευµα. Ενα απόγευµα έστω. Εστω µια µικρή στιγµή.
Κοίταξα όλα τα ταξιδιωτικά γραφεία. Δεν έχει πτήση. Δεν έχει τρένο, δεν έχει πλοίο, δεν έχει οδό. Πάει, τέλειωσε. Για πάντα εδώ. Στην ξενιτιά. Για πάντα µετανάστες.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΦΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ,
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ,
ΤΑ ΝΕΑ,
ΦΑΣΟΥΛΗΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου