Ο κ. Φωτάκης μετανάστευσε στην Αυστραλία σε ηλικία 8 ετών (!)ταξιδεύοντας στο πλοίο "BEGONA" μαζι με 900 ΝΥΦΕΣ
52 Χρόνια μετά αναζητά τα ίχνη τους...
Της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΡΟΒΒΑ
Περίπου 900 Ελληνίδες, που πήγαιναν να παντρευτούν «από φωτογραφία», κατέβαιναν κατά κύματα από τις σκάλες του καραβιού ύστερα από το ταξίδι ενός μήνα και κοίταζαν ολόγυρα σαν χαμένες. Η υποδοχή ήταν μεγαλειώδης. Κομφετί στον αέρα, κλάματα, γέλια, χαιρετούρες, ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη από την αγωνία και την αίσθηση του άγνωστου που ξεδιπλωνόταν στα μάτια τους. Ο κόσμος πολύ γρήγορα άρχισε να διαλύεται, με τους περισσότερους να απομακρύνονται ζευγαρωμένοι. Κάποιες κοπέλες έμεναν μόνες: ο γαμπρός που περίμεναν δεν ήρθε ποτέ ή έφυγε επειδή στη φωτογραφία που είχε σταλεί δεν απεικονίζονταν οι ίδιες, αλλά κάποια μικρότερη αδελφή τους...
Μαζί με τις ανύπαντρες κοπέλες ηλικίας από 17 έως 32 ετών ταξίδευε και ένα οκτάχρονο αγόρι από τη Σιάννα της Ρόδου. Πήγαινε με τη μητέρα του στην Αυστραλία, σε ένα ιστορικό ταξίδι που θα τους έσμιγε με τον ξενιτεμένο πατέρα. Οι σκηνές αυτές σημάδεψαν τόσο το παιδί, ώστε 42 χρόνια μετά αποφάσισε να βρει τις νύφες που ταξίδεψαν μαζί του και να ανακαλύψει τι απέγιναν.
Ετσι ξεκίνησε η διεξαγωγή μιας έρευνας από τον ομογενή -δάσκαλο πλέον- Παναγιώτη Φωτάκη, η οποία διαρκεί ήδη δέκα χρόνια.
«Είχαμε αγοράσει πλήρες εισιτήριο και μέναμε σε καμπίνα με ανέσεις», διηγείται ο ίδιος. «Δεν μπορώ να πω, όμως, το ίδιο για τις νύφες, αφού πολλές από αυτές ήταν κάτω από το κατάστρωμα, μέσα στη βουή και στη δυσοσμία, γεγονός που έκανε το ταξίδι τους ανυπόφορα μακρύ και δυσάρεστο. Κάποιες ανέβαιναν στο κατάστρωμα και για έναν μήνα κοιμούνταν εκεί. Ταξίδευαν με 10 δολάρια και με το ίδιο εισιτήριο είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν πίσω μέσα σε 30 ημέρες σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά. Παρά τις δύσκολες συνθήκες του ταξιδιού, ήταν όλες πεντακάθαρες. Η Ελληνίδα είναι νοικοκυρεμένη γυναίκα, πάντα βρίσκει τον τρόπο», λέει ο κ. Φωτάκης.
Στα μάτια του 8χρονου αγοριού όλες αυτές οι κοπέλες στη μέση του πελάγους έμοιαζαν με νεράιδες. «Το ότι μου έδιναν σημασία αυτά τα υπέροχα πλάσματα με έκανε να νιώθω περίεργα. Ηταν απόμακρες και φιλικές συγχρόνως. Πολλές ήταν σχεδόν παιδιά, ορισμένες κυκλοφορούσαν με μια φωτογραφία στο χέρι, που την έδειχναν στις άλλες ή σε όποιον ενδιαφερόταν να δει τον «άντρα τους». Ομως, όσο πλησιάζαμε στο λιμάνι η διάθεσή τους άλλαζε, ήταν ανήσυχες, σχεδόν φοβισμένες». Αλλωστε, «οι κοπέλες αυτές δεν ήξεραν καν πού βρίσκεται η Αυστραλία. Δεν είχαν ξαναφύγει από τα χωριά τους. Και πολλές έφευγαν με το ζόρι».
Παρ όλα αυτά δεν έλειπαν και οι περιστάσεις που έδιναν άλλη πνοή στο σκληρό ταξίδι, όπως η Γιορτή του Ποσειδώνα, που διοργανώθηκε στο πλοίο με τη στέψη της «βασίλισσας του καραβιού» ή η κακοκαιρία εξαιτίας της οποίας στάθηκε αδύνατος ο ανεφοδιασμός και οι ταξιδιώτες έπιναν για μέρες θαλασσινό νερό.
«Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν ο γάμος με φωτογραφία που μου έλεγε η μητέρα μου. Τις έβλεπα σαν τις μεγάλες αδελφές μου. Ολα αυτά τα χρόνια ήταν κατά κάποιον τρόπο οι χαμένοι μου συγγενείς. Τώρα που συνάντησα ορισμένες σε μια γιορτή επανασύνδεσης στην Αδελαϊδα είναι γιαγιάδες. Αλλες ευχαριστημένες επειδή η ζωή τους φέρθηκε γενναιόδωρα, άλλες μιλούν για μαύρη ξενιτιά».
Ο κ. Φωτάκης θυμάται πως οι νύφες χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες:
Στις αρραβωνιασμένες «από φωτογραφία», σε άλλες που γνώριζαν τους γαμπρούς πριν εκείνοι μεταναστεύσουν και στις ελεύθερες οι οποίες αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν συλλεχθεί, η πλειονότητα των γυναικών που ταξίδεψαν μαζί του κατάγονταν από την Πελοπόννησο.
«Οι γυναίκες αυτές ήταν πραγματικά ηρωίδες», λέει ο κ. Φωτάκης. «Υπήρξαν οι θεματοφύλακες του Ελληνισμού, που με πολύ κόπο μετέδωσαν στα παιδιά μας την αγάπη για την πατρίδα. Ο άντρας πάει και στο καφενείο, ξεχνιέται. Εκείνες έμεναν σπίτι και μετέδωσαν τα ήθη και τα έθιμα»...
Μαρτυρία Νύφης
«Εκλαιγα για μέρες και ονειρευόμουν την πατρίδα»
«Μάνα... Δεν θέλω να φύγω. Μην τους αφήσεις να με πάρουν..., σε παρακαλώ μαμά. Ούρλιαζα, φώναζα και έκλαιγα, όμως η φωνή μου πνιγόταν από τις φωνές εκατοντάδων άλλων γυναικών που αποχαιρετούσαν τους αγαπημένους τους. Ολοι με έσπρωχναν, προσπαθώντας να βγουν στα πλαϊνά του καραβιού. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρια όταν έριξα το τελευταίο βλέμμα στη μητέρα μου, σε αυτήν τη δυνατή γυναίκα που είχε μεταμορφωθεί από τις ρυτίδες του πόνου. Ηταν η τελευταία φορά που την είδα».
Με αυτά τα λόγια ξεκινά την αφήγηση της προσωπικής της ιστορίας -όπως τη διηγήθηκε στον αυστραλιανό τηλεοπτικό σταθμό ABC- μία από τις Ελληνίδες νύφες που ταξίδεψαν το 1957 με το πλοίο Βegona.
Εγκατέλειψε το νησί της Σάμου σε ηλικία 26 ετών και έφτασε στην Αυστραλία μαζί με εκατοντάδες κοπέλες που κουβαλούσαν το όνειρο μιας καλύτερης ζωή μακριά από πολέμους και ανέχεια.
«Οι πρώτες εβδομάδες επάνω στο πλοίο ήταν εφιαλτικές. Τον περισσότερο καιρό έμενα στην καμπίνα μου, την οποία μοιραζόμουν με άλλες επτά κοπέλες και έκλαιγα», λέει. «Τι έκανα; Γιατί άφηνα το σπίτι μου για να ζήσω σε μια ξένη χώρα; Θα ξανάβλεπα άραγε την οικογένειά μου; Κάθε βράδυ αυτά τα ερωτήματα γύριζαν στο κεφάλι μου μέχρι που από την κούραση με έπαιρνε ο ύπνος και ονειρευόμουν την πατρίδα μου».
Οταν το Begona άραξε στο λιμάνι της Μελβούρνης «ήταν μια φρικτή ημέρα που αντανακλούσε ακριβώς τα συναισθήματά μου», συνεχίζει την περιγραφή. «Επαθα σοκ. Δεν υπήρχαν ψηλά κτίρια, πράσινο, βουνά, δέντρα όπως μας έλεγαν. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και η εικόνα που συγκράτησα από το Πορτ Μελβούρνη ήταν όλοι αυτοί οι άνδρες που κουνούσαν τα μαντίλια τους και μας καλωσόριζαν στα Ελληνικά. Ηταν Ελληνες που ήλπιζαν να βρουν εκεί τη σύντροφό τους...».
Η ιστορία της Ελληνίδας γιαγιάς, η οποία εξιστορεί και τη μετέπειτα ζωή της, θα περιληφθεί σε παραγωγή με θέμα «Η δημιουργία της σύγχρονης Αυστραλίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου