Του Ρούσσου ΒρανάΈνα παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν που κανείς δεν θα ήθελε να επαληθευτεί για κανέναν.
Πριν από πολλά. πολλά χρόνια, ζούσε ένας βασιλιάς που του άρεσαν τα όμορφα ρούχα. Μια μέρα, δύο κατεργάρηδες κατέφτασαν στην πόλη του. Είπαν πως είναι υφαντές και πως ήξεραν να υφαίνουν πανέμορφα κι αραχνοΰφαντα ρούχα, από ένα μαγικό πανί που μονάχα οι ανίκανοι και οι ανόητοι δεν μπορούσαν να το δουν. «Σπουδαία ιδέα», σκέφτηκε ο βασιλιάς. «Έτσι θα μάθω ποιοι από τους ανθρώπους μου είναι ανίκανοι και θα μπορώ να ξεχωρίζω τους έξυπνους από τους βλάκες».
Την παραμονή της παρέλασης ξενύχτησαν για να αποτελειώσουν τα ρούχα. Καμώνονταν πως έκοβαν το πανί στον αέρα με μεγάλα ψαλίδια και πως έραβαν με βελόνες χωρίς κλωστή. «Έτοιμα!», ανακοίνωσαν με μια φωνή. Ο βασιλιάς γδύθηκε και οι δύο κατεργάρηδες καμώθηκαν πως τον έντυναν με τα καινούργια ρούχα. Ανήμερα της παρέλασης, ο βασιλιάς βγήκε με τα καινούργια ρούχα από το παλάτι του στους δρόμους. Κρεμασμένοι σαν τσαμπιά από τα παράθυρα, οι υπήκοοί του φώναζαν: «Δέστε πόσο του πάνε τα καινούργια ρούχα του βασιλιά μας!». Κανείς τους δεν ήθελε να παραδεχτεί πως δεν έβλεπε τίποτα, επειδή τότε θα ήταν σαν να έλεγε πως ο βασιλιάς τους ήταν ανίκανος και βλάκας. «Μα αυτός δεν φοράει τίποτα!», φώναξε ξαφνικά ένα παιδάκι. «Ένα παιδάκι λέει πως ο βασιλιάς είναι γυμνός!», είπε ένας άλλος. Κι ύστερα κι άλλος, κι άλλος, κι άλλοι πολλοί μαζί: «Ο βασιλιάς είναι γυμνός!».
Ο βασιλιάς ένιωσε να τον πιάνει σύγκρυο. Ήξερε πως έλεγαν την αλήθεια, μα εξακολούθησε να βαδίζει επικεφαλής της πομπής, ενώ πίσω του οι βαλέδες του κρατούσαν ψηλά τον ποδόγυρο από την ανύπαρκτη φορεσιά του για να μη σέρνεται στο χώμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου