Δεν ήταν να πρωτοπαρουσιαστεί εκεί. Επρόκειτο να παιχτεί το καλοκαίρι που είχε προηγηθεί στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Αλλά με το που ανακοινώθηκε, άρχισαν τα όργανα. Οχι της ορχήστρας που θα το έπαιζε, αλλά των πολέμιων του Θεοδωράκη και των -τάχα- υπερασπιστών του ρωμαϊκού μνημείου. Αιχμή, (τι αιχμή, σκάνδαλο, ιεροσυλία!), η εμφάνιση στη σκηνή του χώρου αυτού μπουζουκιών, μ' έναν από τους πλέον αντιπροσωπευτικούς εκφραστές του λαϊκού τραγουδιού (και των ξενυχτάδικων), τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κι από κοντά η διεύθυνση του έργου από το «κόκκινο πανί» Μίκης Θεοδωράκης, που στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου είχε εκλεγεί βουλευτής με το κόμμα της ΕΔΑ.
Ανάξιος ο συνθέτης!
Οπότε η κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου, με πρωθυπουργό τον (και «γέρο της Δημοκρατίας») Γεώργιο Παπανδρέου, και υπουργό Προεδρίας τον Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε δώσει την άδεια (εκεί υπαγόταν ο ΕΟΤ), υποχρεώθηκε να κάνει πίσω, προς μεγίστη ικανοποίηση των αντιτιθέμενων. Οι οποίοι δεν ενοχλήθηκαν όταν το ίδιο καλοκαίρι παραχωρήθηκε το Ηρώδειο στον Φρανκ Σινάτρα, ενώ επί χούντας (το καλοκαίρι του 1973) είχε φιλοξενηθεί και ο διαγωνισμός για τη «Μις Υφήλιος».
Ιδού τώρα πώς ο Μίκης Θεοδωράκης περιγράφει την πρώτη τού «Αξιον Εστί» στον α' τόμο του βιβλίου του «Μελοποιημένη ποίηση» (εκδ. Υψιλον):
«Η αγωνία και η συγκίνηση μεγάλη. Ο Ελύτης στα παρασκήνια πήγαινε πάνω-κάτω. Ο Γρηγόρης {Μπιθικώτσης} και ο Δημήτριεφ {ο Ψάλτης του έργου} σφιγμένοι. Ο Κατράκης {ο Αναγνώστης του κειμένου} υπερσυγκινημένος, δεν απόφυγε το στόμφο. Η χορωδία τρακαρισμένη. Τέλος χαιρετίσαμε όλοι κάποιες φορές στη σκηνή. Συμφωνήσαμε πάντως πως η υποδοχή δεν ήταν τόσο θερμή όσο περιμέναμε. Να όμως που κυκλοφορεί σε δίσκο και αμέσως γίνεται ανάρπαστος».
Μεταξύ των αποδεκτών του δίσκου ήταν και ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος έστειλε στον συνθέτη το ακόλουθο σημείωμα: «Αξιον το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ σου, αλλά ανάξιο να ανήκεις στην παράταξη εκείνη που αρνείται την Ελευθερίαν, την οποίαν υμνείς».
Αρχικά, πάντως, ο δίσκος δεν είχε ενθουσιάσει τους επαΐοντες ακροατές του. Γράφει ο Θεοδωράκης στο ίδιο κείμενο: «Οσοι το άκουσαν, είπαν ότι ο κόσμος θα γελάσει με το αποτέλεσμα. Πιο πολύ απ' όλους, όπως ήταν φυσικό, είχε επηρεαστεί ο Ελύτης, του οποίου η εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου και στο έργο κλονίστηκε». Η κατοπινή, όμως, διαδρομή του έργου ανέτρεψε τους ενδοιασμούς του ποιητή. Γράφει σ' ένα μεταγενέστερο κείμενό του (με ημερομηνία 11/11/95, σε αφιέρωμα του περιοδικού «Ελίτροχος» -χειμώνας 1996- στα εβδομηντάχρονα του Μίκη Θεοδωράκη):
«Στις δέκα φουρτούνες μια μόνο υπάρχει περίπτωση να σε σώσει από πιθανό ναυάγιο. Χρειάζεται χέρι επιτήδειο που να ξέρει να βουτήξει μες στην καταιγίδα για να τραβήξει έξω το ευπαθές πουλί. Είναι πάνω σε μια τέτοια στιγμή ακριβώς, που άπλωσε το χέρι του από το Παρίσι ο Μίκης Θεοδωράκης για ν' ανασύρει το νεογέννητο Αξιον Εστί και να του δώσει μια δική του μουσική έκφραση. Η ευαισθησία δεν αγοράζεται. 'Η την έχεις ή όχι, αλλ' ακόμη και όταν κοιμάται μέσα μας, η μουσική δεν την ξυπνά, απλώς της αλλάζει όνειρα. Είναι σαν του Ελληνισμού τη συνέχεια που διαρκεί κι αντέχει όσο μια βελανιδιά».
Το «Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1959 και τον επόμενο χρόνο έλαβε το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Το «Αξιον Εστί» έκτοτε, ως γνωστόν, δοξάστηκε σε αλλεπάλληλες συναυλίες -εδώ (μεταπολιτευτικά και στο Ηρώδειο) και στο εξωτερικό, γυρίστηκε σε δίσκο με άλλους εκτελεστές, δικούς μας και ξένους, καταξιώθηκε ως ένα από τα κορυφαία έργα-σταθμούς στη σύγχρονη ελληνική μουσική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου