Στο τράμ...
Του Νίκου Χρ. Κουκολιά
Το τραμ το χρησιμοποιεί συχνά και του χρωστάει πολλά, για τις εικόνες και τις εμπειρίες που του προσφέρει. Προχτές, λοιπόν, επιστρέφοντας απ’ την Αθήνα στο Παλαιό Φάληρο, ο νους του πήγε σ’ έναν παλιό καλό φίλο του που, εδώ και χρόνια, ισχυρίζεται πως πολύ σύντομα το ανδρικό γένος θα «εξελιχθεί» σε είδος υπό εξαφάνιση...
Πραγματικά ήταν μοναδικός ο φίλος, όταν, με απαράμιλλη παραστατικότητα, τους παρέθετε παραδείγματα που στήριζαν την άποψή του, στην προσπάθεια να αποδείξει την υπεροχή τού «ασθενούς φύλου» έναντι ημών, των «ισχυρών» (τρομάρα μας).
Όρθιος, μιας και οι περισσότερες θέσεις είχαν καταληφθεί από τη νέα γενιά, βρέθηκε στον διάδρομο του τελευταίου βαγονιού, μπροστά από δύο νεαρές κυρίες με τα μικρά τους σε καροτσάκια δίπλα-δίπλα. Ακούσιος ωτακουστής, δεν άργησε ν’ αντιληφθεί ότι επρόκειτο για αδελφές κι ότι το ένα ήταν αγοράκι και το άλλο κοριτσάκι, ενός έτους και κάτι και τα δύο.
Μολονότι ήταν ντυμένα σε παρεμφερή χρώματα, το θηλυκό ξεχώριζε αμέσως. Σε αντίθεση με το αθώο βλέμμα και τις μωρουδίστικες αργές κινήσεις τού γαλανομάτη μπόμπιρα, η πιτσιρίκα με τα μάτια τα μελιά έσφυζε από σπιρτάδα και δεν έλεγε να κάτσει ήσυχη στο καροτσάκι της. Πάνω-κάτω, κάτω-πάνω. Και να κοιτάει τους γύρω της έναν-έναν, με βλέμμα εξεταστικό.
«Ασθενές φίλο…» σκέφτηκε χαμογελώντας, κι έβγαλε απ’ την τσέπη το κομπολόι του, αρχίζοντας να το γυρνάει ρυθμικά στα δάχτυλά του και ρίχνοντας κλεφτές ματιές στα πιτσιρίκια. Τα μάτια και των δυο τους καρφώθηκαν στο κομπολόι. Ύστερα, ο μικρός νεαρός γύρισε προς τη μητέρα του και κάτι της ζήτησε. Μάλλον διψούσε. Αντίθετα, η μικρή δεσποινίς σήκωσε τα μάτια της επάνω του, τον κοίταξε από πάνω ως κάτω, σαν μεγάλη γυναίκα, κι ύστερα άπλωσε το χεράκι της προς το μέρος του, μ’ ένα χαμόγελο όλο γλύκα. Ήταν φανερό πως ήθελε να το πιάσει και προσπαθούσε να τον δελεάσει να της το δώσει. Έκανε πως δεν την πρόσεξε και συνέχισε να παίζει το κομπολόι του. Εκείνη άρχισε να χτυπάει τις παλάμες της, εξακολουθώντας να του χαμογελάει.
«Μακάρι να μπορούσα να στο δώσω», σκέφτηκε, «αλλά δεν πρέπει».
Σε λίγο, το ήρεμο βλέμμα τού μπόμπιρα έπεσε πάλι στο κομπολόι. Προφανώς ήθελε κι αυτός ν’ αγγίξει τις χάντρες, μόνο που το έκανε άτσαλα. Βλέποντάς τον να προσπαθεί να φτάσει αυτό που εκείνη αποζητούσε, ανασηκώθηκε απ’ το καροτσάκι της, έβγαλε μια στριγκλιά κι αγωνιζόταν να τον πλησιάσει με απειλητικές διαθέσεις. Ο μικρός συνέχιζε να κοιτάει το κομπολόι, αδιαφορώντας για την επιθετικότητά της. Λίγο ακόμα κι η ξαδέλφη του θα τον έφτανε, οπότε -ευτυχώς- η μητέρα της τράβηξε πιο κει το καροτσάκι της, μαλώνοντάς την. Εκείνη άρχισε να κλαίει. Ένα κλάμα αργό, σιγανό, όλο παράπονο. Το αριστερό χεράκι σκούπιζε όπως-όπως τα ασυγκράτητα δάκρυα, αλλά το δεξί εξακολουθούσε να δείχνει προς τις χάντρες κοιτώντας τον κλεφτά.
Έβαλε το κομπολόι στη τσέπη του με ένα αίσθημα ενοχής. Όσο για τον γαλανομάτη, γύρισε την πλάτη του σαν να μην είχε συμβεί τίποτε, ακούμπησε νωχελικά το κεφαλάκι του στο προσκέφαλό του κι άρχισε να ψάχνει για την πιπίλα του. Απλά, καθημερινά, συνηθισμένα πράγματα. Πράγματα που περνάνε απαρατήρητα, αλλά –ωστόσο– είναι μια αφορμή για να χαμογελάσεις και -γιατί όχι;- να σκεφτείς.
Λίγο ακόμα και θα ξεχνούσε να κατέβει στη στάση του. Μ’ ένα πήδημα βρέθηκε έξω. Το τραμ άρχισε να ξεκινάει για την επόμενη στάση. Γυρνάει το βλέμμα του πίσω, πλησιάζοντας το βαγόνι με τα δυο πιτσιρίκια. Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν δυο μελένιες σπίθες να τον κοιτούν όλο παράπονο πίσω απ’ τα τζάμια. Μια παλιά ρήση πέρασε αστραπιαία απ’ το μυαλό του: Εξ όνυχος τον λέοντα… «Βρε μπας κι είχε δίκιο ο φίλος;» σκέφτηκε, και προχώρησε βιαστικά προς το σπίτι του
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου