Ενα από τα συνηθισμένα κλισέ κάθε εκλογικής αναμέτρησης είναι η ανανέωση. Να αποστρατευτούν οι παλιοί και να αναδειχθούν νέα πρόσωπα. Αυτό λέγεται για δύο λογους. Ο πρώτος είναι γιατί ακούγεται πολύ λογικό. Ο δεύτερος, διότι ακούγεται ευχάριστα στα αυτιά των πολιτών. Θεωρητικά, δεν υπάρχει ούτε ένα επιχείρημα που να υποστηρίζει την αντίθετη άποψη. Φυσικά και δεν θα βρεθεί εύκολα κάποιος που να επιχειρηματολογησει υπέρ της ανάγκης να συνταξιοδοτούνται οι πολιτικοί από την πολιτική και να μην αποχωρούν από την ενεργό δράση, ακόμη και αν έχουν περάσει τα όρια που σε κάθε άλλο χώρο σηματοδοτούν την ολοκλήρωση της διαδρομής. Φυσικά και δεν μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς πώς είναι δυνατόν να πιστεύουν ορισμένοι πολιτικοί ότι δικαιούνται να επικαλούνται το δημόσιο συμφέρον όταν, λόγω ηλικίας, είναι αδύνατο να ακολουθούν τους ρυθμούς και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εποχής. Ιδιαίτερα της εποχής που διανύουμε, με τους φρενήρεις ρυθμούς και τις συνεχείς αναπροσαρμογές των δεδομένων.
Το ερώτημα είναι αν, από μόνη της, η έννοια της ανανέωσης, σημαίνει κάτι για την ποιότητα του δημόσιου βίου. Σίγουρα συνιστά ένα βήμα η αποχώρηση της παλιάς φρουράς και η ανάδειξη μιας νέας. Αν, ωστόσο, αυτή η αλλαγή σκυτάλης γίνεται με τα ίδια κριτήρια και την ίδια μεθοδολογία, τότε η μόνη ευκαιρία που προσφέρουν οι πολίτες στους επίδοξους νέους πολιτικούς, με μαθηματική ακρίβεια, είναι να γίνουν σαν τους παλιούς. Για παράδειγμα, αν ο ψηφοφόρος-πολίτης αποφασίσει να «τελειώσει» τον επί σειρά ετων βουλευτή της περιφέρειάς του γιατί δεν του έκανε το τρίτο ρουσφέτι που του ζήτησε, τότε ο νέος που θα εκλεγεί -και για να εκλεγεί- δεν θα έχει άλλο δρόμο από την πεπατημένη του προκατόχου του. Με την ίδια λογική, δεν έχει κανένα νόημα ο ψηφοφόρος-πολίτης να στηρίξει με την ψήφο του έναν νέο άνθρωπο, με αρετές, προσόντα και επιτυχή επαγγελματική διαδρομή, αν το μόνο που ζητάει ως αντάλλαγμα είναι να του τηλεφωνεί στην ονομαστική του εορτή και να παρίσταται στη λιτανεία του τοπικού άγιου. Γιατί, δηλαδή, να στείλει στη Βουλή έναν πολλά υποσχόμενο νέο πολιτικό, όταν αυτός, αν θέλει να επανεκλεγεί, θα πρέπει να ξεχασει ό, τι ηξερε, και αντ’ αυτών να μάθει τσάμικο;
Και φέτος τον Δεκαπενταύγουστο οι σόλες των πολιτικών πήραν φωτιά, τρέχοντας από πανηγύρι σε πανηγύρι και από πολιτιστική εκδήλωση σε ονομαστική εορτή.
Πόση αξία έχει τελικά όλη αυτή η κουβέντα, αν το μείζον για την ποιότητα της δημοκρατίας μας ζήτημα της διαφάνειας και της οικονομικής ανεξαρτησίας ενός πολιτικού είναι εξ αρχής υπονομευμένο; Γιατί, π. χ., ένας νέος πολιτικός, με οράματα, ιδέες, γνώση και διάθεση για δουλειά, πρέπει να διατηρεί ένα, δύο ή περισσότερα εκλογικά κέντρα, ανάλογα με την περιφέρεια στην οποία δοκιμάζει την τύχη του, για να έχει ελπίδα εκλογής; Αν συμφωνήσουμε ότι δικαίωμα συμμετοχής στα κοινά πρέπει να εχουν μονο οι έχοντες, τότε καλώς. Αν όχι, τότε το ισχύον καθεστώς πρέπει να ανατραπεί άμεσα, διότι έτσι όπως έχει στηθεί, οδηγεί από την πρώτη ημέρα και με ταχύτητα στον εκμαυλισμό πολιτικών και πολιτών.
Τα ίδια και τα ίδια, θα πείτε. Ολα αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν και η κουβέντα γίνεται για να γίνεται. Αλήθεια είναι. Ομως υποτίθεται ότι μ’ αυτά κι αυτά η χωρα έχει πιάσει πάτο και οι πολίτες τα όριά τους. Υποτίθεται ότι για όλα αυτά γιγαντώνεται μέρα με την ημέρα η απαξία και η απαρέσκεια των πολιτών για τους πολιτικούς. Υποτίθεται, ακόμη, ότι η ανάγκη για ανανέωση είναι γνήσια και αποτυπώνει την πραγματική αγωνία της κοινωνίας, η οποία συνειδητοποιεί με καθυστέρηση ότι έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης. Αν πράγματι είναι έτσι, τότε να ελπίσουμε ότι σε αυτές τις εκλογές θα αναδειχθεί μια νέα γενιά πολιτικών στελεχών -με ουσιαστικά και όχι απαραίτητα ηλικιακά κριτήρια- η οποία θα θέσει εν αμφιβόλω τα εμπεδωμένα μοντέλα και δεν θα περιοριστεί στην ακριβή επανάληψή τους. Αυτό θα είναι ένα μεγάλο κέρδος. Και για τους πολιτικούς και για τους πολίτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου