«Θα έρθω αύριο»
«O ποιητής σε αυτόν τον κόσμο ζει σαν το κουκούτσι μέσα στο φρούτο. Και η μοίρα του κουκουτσιού τον ακολουθεί πάντα»
(« Το κουκούτσι »).
«Είσαι τόσο παράξενη.Με ένα βλέμμα επινοείς λιμάνια. Με μια κίνηση των βλεφαρίδων τη σκιά μεταμορφώνεις σε δορκάδα που θέλει να σκοτωθεί. Αρκεί Μια κίνηση και αποκαλύπτεις δυο κοράλλια. Τη μελωδία του πηγαδιού, κάτω...Και πώς γίνεται το τόξο άρπα, και το κορμί βάρκα .Ποτέ δεν το κατάλαβα»
(« Μirabilia »).
Αν ερχόσουν σαν μια πράσινη εποχή θα σε περίμενα σαν δέντρο που εγκαταλείπει τον θάνατο του χειμώνα.
Αν ερχόσουν σαν ουρανός θα σε περίμενα σαν πουλί που ξεχνά την ξενιτιά.
Αν ερχόσουν σαν πάγος θα σε περίμενα σαν φωτιά .
Αν ερχόσουν σαν αμαρτία θα σε περίμενα σαν συγχώρεση
Αν ερχόσουν, τόσο θλιμμένη σαν ερείπιο θα σε περίμενα σαν καταφύγιο...»
(« Αν ερχόσουν »).
Μιλήσαμε πολύ ανάμεσα στις φωνές της ημέρας. Εμείς ήμασταν η μοιραία σιωπή και το υπέροχο χρώμα των αστέρων
Μιλήσαμε πολύ. Αγγιχτήκαμε και ξεντυθήκαμε. Χαϊδευτήκαμε και ξεδιψάσαμε με τις σταγόνες της μυστηριώδους πηγής. Γνωριστήκαμε και πνιγήκαμε στα κύματα της θάλασσας.
Μιλήσαμε πολύ. Πιο πολύ από τις ώρες. Πιο πολύ από τους αιώνες. Πιο πολύ από τους τρελούς...Και την τελευταία στιγμή επινοήσαμε τη λήθη
(η μνήμη μας σαν φίδι που σέρνεται μέσα στο χορτάρι)
Μιλήσαμε πολύ. Μέσα στις φωνές της ημέρας εμείς ήμασταν η μοιραία σιωπή του λυκόφωτος»
(« Το τελευταίο ποίημα »).
«Θα έρθω αύριο να σε αγγίξω με ένα πούπουλο. Πάνω από τα ματόκλαδα να σου ξυπνήσω τα νυχτοπούλια
Θα έρθω αύριο να σκάψω το χώμα του κορμιού σου και να βρω τον κρυμμένο θησαυρό
Θα έρθω αύριο όταν οι νεκροί κρεμούν τους σκελετούς τους πάνω στα δέντρα όταν το ποτάμι βγαίνει από την κοίτη του και μπαίνει στην κοίτη σου. Οταν οι εποχές χορεύουν εκστασιασμένες γύρω από φέρετρο του χρόνου μου και του δικού σου
Θα έρθω αύριο να σου φέρω ένα πεθαμένο πουλί που έγραψε στη διαθήκη του τα φτερά μου, οι πτήσεις μου, οι χώρες μου για την Ωραία που σε περιμένει...»
(« Θα έρθω αύριο »).
Οι λέξεις αναβάλλουν την τελειότητα και την πληγώνουν
Τα φιλιά την εκφράζουν με τη γνησιότητα των λέξεων
(« Λέξεις »).
«Δες πώς έχουν περάσει οι μέρες από τότε που δεν είσαι πια, από τότε που άλλαξες
Σαν σκελετοί νεκρών πουλιών που φθείρονται σιγά, χωρίς θόρυβο, χωρίς οχλοβοή»
(« Δες »).
«Θυμάσαι άραγε τα σπασμένα δόντια του έρωτα που από τη θλίψη και την πείνα δάγκωσαν τα άστρα»
(« Θυμάσαι άραγε; »).
«Πίσω από κάθε μελωδία, κρύβεται μια σιωπή που ζητά έλεος πάνω στο κατώφλι της αλλαγής των εποχών. Στο κατώφλι της εναλλαγής του σκότους και του φωτός όταν ένα εύθραυστο κορίτσι εγκαινιάζει το ανελέητο παιχνίδι της αφής και των αισθήσεων. Οταν ο καθένας δίνει λογαριασμό μπροστά στη μοίρα του. Ζητιάνος και βασιλιάς. Γιατί αγάπη μου, η πιο δύσκολη τέχνη είναι να ξέρεις να είσαι ελεύθερος. Μετά έρχονται τα άλλα, οι στέγες και τα κελιά, τα πτώματα και η ειρήνη, τα καγκουρό και τα κοχύλια, η ώρα η καλή και η ώρα η κακή, οι ρήτορες και αυτή η μουσική σαν τις γάτες εφτάψυχη»
(« Πίσω από κάθε μελωδία »)
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
BLOGS,
KAPLLANI
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου