Του Θανάση Παπαδή
Το χρηματοδοτικό κενό που συνεπάγεται το δημοσιονομικό έλλειμμα είτε θα οδηγούσε σε άμεσο μηδενισμό του ελλείμματος με δραματική περικοπή δαπανών είτε θα χρηματοδοτούνταν από την εθνική κεντρική τράπεζα με κυκλοφορία νέου νομίσματος, δημιουργώντας ισχυρές και αυτοτροφοδοτούμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Η έξοδος από το ευρώ θα καταστήσει αναπόφευκτη την αθέτηση ενός μεγάλου τμήματος των περίπου 325 δισ. ευρώ του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, τα 148 δισ. των δανείων που έχει ήδη λάβει το ελληνικό δημόσιο στα πλαίσια των δύο προγραμμάτων στήριξης από τους εταίρους και το ΔΝΤ, τις υποχρεώσεις του ελληνικού τραπεζικού τομέα στο Ευρωσύστημα (άνω των 130 δισ.), τα ελληνικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες (σχεδόν 35 δισ.), καθώς και το εξωτερικό χρέος του ελληνικού ιδιωτικού τομέα (12 δισ.). Χωρίς την αθέτηση σημαντικού τμήματος αυτών των υποχρεώσεων εξυπηρέτησης χρέους, ο συνδυασμός της υποτίμησης και της ύφεσης θα εκτόξευαν το συνολικό δημόσιο χρέος (συμπεριλαμβανομένου του εσωτερικού χρέους) σε επίπεδο άνω του 370% του ΑΕΠ και θα δημιουργούσαν την ανάγκη για μεγαλύτερο (και προφανώς ανέφικτο) πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, προκειμένου να πληρώνονται τα χρεολύσια του εξωτερικού δημοσίου χρέους. Κατά συνέπεια η Ελλάδα δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να αθετήσει ένα σημαντικό μέρος των δανειακών της υποχρεώσεων με σημαντικές αρνητικές συνέπειες στις σχέσεις μας με τους εταίρους και τη διεθνή κοινότητα.
Ακόμη και μετά την αθέτηση του Δημοσίου προς τους δανειστές του, το χρηματοδοτικό κενό του προϋπολογισμού θα παρέμενε σχετικά υψηλό. Τα δημόσια έσοδα θα συρρικνώνονταν ακόμη περισσότερο, λόγω της βαθύτερης ύφεσης και της αυξανόμενης ανασφάλειας στη χώρα. Παράλληλα, οι δαπάνες θα διογκώνονταν λόγω της επίδρασης της υποτίμησης στο κόστος των εισαγόμενων αγαθών και των αυξημένων αναγκών για κοινωνικές δαπάνες, εξαιτίας της εκτόξευσης της ανεργίας σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από τα σημερινά.
Τα δημοσιονομικά βάρη θα προέρχονταν από την ανάγκη κάλυψης των επιπρόσθετων κεφαλαιακών αναγκών του χρηματοπιστωτικού συστήματος εξαιτίας: ? Της σχεδόν ολοκληρωτικής αθέτησης των υποχρεώσεων αποπληρωμής της ρευστότητας που αντλείται από το Ευρωσύστημα, καθώς και της αθέτησης της υποχρέωσης αποπληρωμής των νέων ομολόγων του Δημοσίου και ? Της σημαντικής, περαιτέρω, επιδείνωσης της ποιότητας των χαρτοφυλακίων χορηγήσεων. ? Η δραματική επιδείνωση της ύφεσης και η αύξηση της ανεργίας εκτιμάται ότι θα ωθήσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε επίπεδο άνω του 1/3 του συνολικού χαρτοφυλακίου χορηγήσεων.
Η οικονομική δραστηριότητα θα υποστεί μια περαιτέρω σημαντική συρρίκνωση της τάξης του 22% σε πραγματικούς όρους επιπλέον της συρρίκνωσης του 14,3% την περίοδο 2009-2011. Η συνεπακόλουθη επίδραση στην ανεργία θα είναι δραματική, ανεβάζοντας το εκτιμώμενο ποσοστό ανεργίας στο 34%, ήτοι στο 1/3 του εργατικού δυναμικού.
Με το έλλειμμα και τα χρεολύσια να χρηματοδοτούνται αποκλειστικά με την έκδοση χρήματος από την κεντρική τράπεζα, την έντονα αυξητική επίδραση της υποτίμησης στον πληθωρισμό μέσω των εισαγομένων αγαθών και υπηρεσιών και την πίεση για, μερική τουλάχιστον, αναπροσαρμογή των ονομαστικών μισθών, ο πληθωρισμός θα εκτιναχθεί σε επίπεδα 30%-35% αρχικά, με κίνδυνο δημιουργίας φαύλου πληθωριστικού κύκλου μεσοπρόθεσμα, που θα ωθούσε τον πληθωρισμό σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο αναιρώντας τελικά το θεωρητικό πλεονέκτημα κόστους από την υποτίμηση.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα του μέσου Έλληνα πολίτη, σε όρους ευρώ, θα υποστεί δραματική κάμψη της τάξης του 55% από 19.400 ευρώ το 2011 σε 8.700 ευρώ μετά τη μετάβαση στο νέο νόμισμα. Αντίστοιχη συρρίκνωση θα υποστεί και ο πλούτος των Ελλήνων πολιτών, οι αξίες των ακινήτων και των καταθέσεών τους.
Οι περισσότεροι από τους βασικούς εξαγωγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, καθώς και σημαντικό τμήμα της παραγωγής προς εγχώρια κατανάλωση βασίζονται σε εισαγόμενες πρώτες ύλες και εισαγωγές ενδιάμεσων και κεφαλαιουχικών αγαθών, τα οποία θα ήταν δύσκολο να προμηθευτούν εξαιτίας της περιορισμένης πρόσβασης σε συνάλλαγμα. Κατά συνέπεια, θα αναγκάζονταν να περιορίσουν περαιτέρω την παραγωγή τους, αντιμετωπίζοντας προβλήματα επιβίωσης που θα όξυναν τα προβλήματα χρηματοδότησης, οδηγώντας πιθανότατα και σε αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους του ιδιωτικού τομέα στο εξωτερικό. Ακόμη και ο τουριστικός κλάδος (κατ' εξοχήν αποδέκτης του οφέλους της υποτίμησης) δεν θα απολάμβανε το σύνολο του πλεονεκτήματος κόστους καθώς, μεταξύ άλλων λόγω και των γεωγραφικών χαρακτηριστικών της χώρας, είναι εξαιρετικά ευαίσθητος σε παράγοντες που συνδέονται με μεταφορικό κόστος και τιμές ενέργειας που θα απορροφούσαν ένα σημαντικό τμήμα του οφέλους από την υποτίμηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου