Κρίση εργασία και προβλήματα συνταγματικότητας των οικονομικών μέτρων
Του ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ
Το θέμα της συνταγματικότητας των μέτρων για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας δεν είναι ένα «πολιτικό ζήτημα», δηλαδή ένα ζήτημα που εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.
Στην ελληνική έννομη τάξη εξαιρούνται από τον δικαστικό έλεγχο μόνο οι λεγόμενες «κυβερνητικές πράξεις», π.χ. οι πράξεις που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ κυβέρνησης και Κοινοβουλίου, η προκήρυξη δημοψηφίσματος, η θέση σε εφαρμογή του νόμου για την κατάσταση πολιορκίας κατά το άρθρο 48 του Συντάγματος κ.λπ. και σε αυτήν την κατηγορία δεν ανήκουν προφανώς τα μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης.
Εξάλλου, δεν απουσιάζουν από το ελληνικό Σύνταγμα ουσιαστικά κριτήρια αναφοράς για την αξιολόγηση των μέτρων αυτών και συνεπώς η πολιτική διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη είναι περιορισμένη, ανάλογα φυσικά με τις συνταγματικές επιπτώσεις κάθε συγκεκριμένου μέτρου. Βέβαια, σε μια κατάσταση έκτακτης οικονομικής ανάγκης, όπως αυτή που ζει σήμερα η χώρα, θα μπορούσε ίσως να δικαιολογηθεί προσωρινά η συσταλτική ερμηνεία και εφαρμογή ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Αλλωστε, η ίδια η αρχή της αναλογικότητας, που αποτελεί το βασικό κριτήριο συνταγματικού ελέγχου, έχει την απαραίτητη ευελιξία για να προσαρμοστεί σε μη κανονικές καταστάσεις.
Υπάρχουν, όμως, πάντοτε κάποια απαράβατα συνταγματικά όρια. Νομίζω ότι ορισμένα μέτρα του προγράμματος στήριξης, ιδίως αυτά που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις, ξεπερνούν αυτά τα όρια, χωρίς μάλιστα να προκύπτει με βεβαιότητα η αναγκαιότητά τους για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης του κράτους, στην οποία κυρίως οφείλεται η δυσμενής κατάσταση της χώρας.
Για παράδειγμα, μια θεμελιώδης αρχή όχι μόνο του ισχύοντος εργατικού δικαίου αλλά και του συνταγματικού δικαίου είναι ότι οι κλαδικές, επιχειρησιακές και εθνικές ή τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις δεν επιτρέπεται να περιέχουν όρους εργασίας δυσμενέστερους για τους εργαζομένους από τους όρους εργασίας των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων.
Η προβλεπόμενη στον νόμο και υπαγορευόμενη από το μνημόνιο κατάργηση της αρχής αυτής παραβιάζει το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος συλλογικής διαπραγμάτευσης κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2 του Συντάγματος, αφού το καθιστά ουσιαστικά χωρίς πρακτικό αντίκρισμα.
Πρόβλημα συνταγματικότητας παρουσιάζει και η προβλεπόμενη αύξηση του ανώτατου ορίου των ομαδικών απολύσεων, αφού με τον τρόπο αυτόν διευκολύνεται η δυνατότητα απόλυσης μεγαλύτερου αριθμού εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την προβλεπόμενη μείωση του ύψους της αποζημίωσης απόλυσης για τους υπαλλήλους. Το σχετικά αξιοπρεπές ύψος της αποζημίωσης αυτής λειτουργούσε μέχρι σήμερα αποθαρρυντικά για απολύσεις χωρίς σοβαρό λόγο. Υστερα από αυτά, τίθεται εύλογα το ερώτημα τι απομένει πλέον από την προστασία που παρέχει το άρθρο 22, παράγραφος 1 του Συντάγματος στο δικαίωμα στην εργασία.
Νομίζω ότι τα παραπάνω μέτρα -και όχι μόνον αυτά- δεν ενισχύουν την κινητικότητα στην αγορά εργασίας, αλλά απλώς ενδυναμώνουν την εξουσία του εργοδότη απέναντι στους εργαζομένους. Σε τι ωφελεί, όμως, αυτό τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου