Η δημοσιονομική λιτότητα δεν επαρκεί για τη διάσωση της Ελλάδας
The Economist
Η αντίδραση των αγορών στο σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας που ανακοινώθηκε στις 2 Μαΐου ήταν να στείλουν το ευρώ σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, όπως και τα ομόλογα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που με τη σειρά τους τέθηκαν στο στόχαστρο των αγορών. Είναι εύλογος ο παραλληλισμός με την περίπτωση της Βρετανίας, που το 1992 αγωνιζόταν να κρατήσει τη στερλίνα στον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ERM). Στις 16 Σεπτεμβρίου 1992 αυξήθηκαν τα επιτόκια από το 10% στο 15%, ωστόσο η στερλίνα συνέχισε να υποχωρεί. Οι επενδυτές απλούστατα δεν πίστεψαν ότι η κυβέρνηση θα προκαλούσε τόσο πόνο στους πολίτες της για να υπερασπιστεί το νόμισμα.
Και είχαν δίκιο. Εκείνο το βράδυ η στερλίνα βγήκε από το ERM.
Η Ελλάδα πήρε μεν αρκετά χρήματα για να καλύψει τις άμεσες ανάγκες, αλλά εκκρεμούν δύο ερωτήματα.
Πρώτον, αν η κυβέρνηση έχει τη βούληση να προωθήσει τα μέτρα λιτότητας παρά τις αντιδράσεις.
Δεύτερον, μήπως τα μέτρα απλώς επιδεινώσουν την κατάσταση, εγκλωβίζοντας την Ελλάδα σε μια ατέρμονη ύφεση.
Οι φανατικοί οπαδοί της δημοσιονομικής πειθαρχίας ίσως καταφύγουν σε έναν ακόμη παραλληλισμό, επισημαίνοντας πως στον προϋπολογισμό του 1981 η Μάργκαρετ Θάτσερ ανακοίνωσε μια αυστηρή πολιτική λιτότητας εν μέσω ύφεσης. Ομάδα 364 οικονομολόγων, συμπεριλαμβανομένου του νυν διοικητή τής Τράπεζας της Αγγλίας, έστειλαν τότε επιστολή στους Times, στην οποία κατήγγειλαν τον παραλογισμό της κυβέρνησης. Για τους οικονομολόγους, η προσέγγιση της κ. Θάτσερ ήταν ασυγχώρητα εκτός τόπου και χρόνου. Δεν μας είχε διδάξει η Μεγάλη Υφεση πως κάθε προσπάθεια για ισοσκελισμό του προϋπολογισμού απλώς επιδεινώνει μια επιβράδυνση;
Και όμως, αντί να κάνει βουτιά, η βρετανική οικονομία γνώρισε μια παρατεταμένη περίοδο ανάπτυξης όλη την υπόλοιπη δεκαετία του 1980. Αυτό, όμως, έγινε επειδή οι προσπάθειες για μείωση του ελλείμματος συνδυάστηκαν με ραγδαίες μειώσεις των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων και με υποτίμηση του νομίσματος.
Οι Ελληνες δεν έχουν αυτές τις δύο επιλογές. Το ελληνικό πρόγραμμα λιτότητας είναι το πλησιέστερο ανάλογο ενός πειράματος σε πραγματικό χρόνο: τι συμβαίνει σε μια οικονομία όταν αλλάζει μόνον μια μεταβλητή και οι άλλες παραμένουν σταθερές;
Η Ιρλανδία υφίσταται ένα παρόμοιο τεστ, και τα νέα δεν είναι ενθαρρυντικά: το ΑΕΠ της υποχώρησε κατά 2,3% το δ΄ τρίμηνο του 2009. Το προηγούμενο δείγμα εκτεταμένης χρήσης προγραμμάτων δημοσιονομικής λιτότητας δόθηκε στη διάρκεια της κρίσης των ασιατικών οικονομιών στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Επικρίθηκε πως επιδείνωσε την κατάσταση. Το ΔΝΤ είχε προωθήσει τα μέτρα λιτότητας τότε, αλλά έκτοτε έχει αλλάξει στάση. Εχει ταχθεί υπέρ συντονισμένων μέτρων τόνωσης της οικονομίας προκειμένου να υπερκεραστεί η πιστωτική κρίση.
Γιατί, επομένως, εξαναγκάζεται η Ελλάδα να κάνει το αντίθετο; Αυτός ο συνδυασμός αναιμικής ανάπτυξης, δημοσιονομικού ελλείμματος άνω του 10% του ΑΕΠ, χρέους άνω του 100% και υψηλών αποδόσεων των ομολόγων του Δημοσίου δεν είναι βιώσιμος. Ο ιδιωτικός τομέας δεν θα χρηματοδοτεί πλέον την ελληνική κυβέρνηση, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της Ε.Ε., που καλούνται να ενισχύσουν τους σπάταλους Ελληνες, επιμένουν να είναι ακριβό το τίμημα για να κατευνάσουν τους ψηφοφόρους τους.
Οι άλλες χώρες δεν είναι (ακόμη) σε τόσο κακή θέση. Θα παρακολουθούν, πάντως, στενά την ελληνική κρίση, ενώ θα εξετάζουν τα δικά τους προγράμματα για τη μείωση των δικών τους ελλειμμάτων. Ισως να είναι μια ευγενής φιλοδοξία να μειωθεί το χρέος για τις μελλοντικές γενιές. Αν, όμως, το τίμημα είναι η επιστροφή στην ύφεση και ένα τεράστιο πολιτικό κόστος, λίγοι πολιτικοί θα το αποφασίσουν.
Εν ολίγοις, έρχονται στην επιφάνεια ορισμένες από τις αντιφάσεις που είναι εγγενείς στην ανάκαμψη της οικονομίας (και της αγοράς). Η ανάπτυξη είναι αποτέλεσμα των μέτρων τόνωσης της οικονομίας στα οποία κατέφυγαν οι κυβερνήσεις, αλλά έρχεται κάποτε η μέρα που οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούν πλέον να τονώνουν την οικονομία.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ,
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου