Ένας τρόπος ν’ ακούς τον εαυτό σου, ένας τρόπος να θυμάσαι...
Του ΦΩΤΗ ΓΕΩΡΓΕΛΕ
Πάσχα 2010, κρουασάν με σοκολάτα, πικροί καφέδες. Ζεστός αέρας στην αποβάθρα. Έργα επί της οδού. Συχνά δυστυχήματα στα επόμενα 32 χιλιόμετρα. Μην προσπεράσεις εδώ, έρχεται φορτηγό. Άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια, όρια ταχύτητας, πού πηγαίνετε; Μερικές φορές δεν πας κάπου, φεύγεις από κάπου. Φώτα πάνω από την Πάτρα. Φορτηγά στο λιμάνι. Δύο σκιές σκαρφαλώνουν σ’ ένα φορτηγό που τρέχει, ισορροπούν, χάνονται. Πλοία σκοτεινά, πλοία φωτισμένα σαλπάρουν.
Έχετε φωτιά; Τσιγάρα στο κατάστρωμα. Ανάσταση στο νησί. Πράσινο και γαλάζιο. Διακοπές ρεύματος, οι καμπάνες χτυπάνε μόνες τους. Για πρωινό μάντολες. Η φιλαρμονική του Δήμου. Η ντίτζεϊ Ελένη. Ραντεβού στην πλατεία, πιες ένα ρακάκι, γιατί δεν πίνεις; Ζεσταίνομαι, κρυώνω. Ταβέρνες κλειστές, υπόγειες λίμνες, παλιές εφηβικές παρέες συναντιούνται ξανά στις διακοπές, τραγουδάνε. Νομίζεις. Οι γυναίκες λένε «νομίζεις» με μια απειλητική χροιά, δημιουργεί στους άντρες ανασφάλεια.
Ιστορίες από το παρελθόν, σ’ αυτή την παραλία πηγαίναμε νύχτα, κάποιος τρελάθηκε, κάποιος πήγε Άγιο Όρος, χώρισε, με άλλη, με άλλον, εκείνος με κείνη, γελάνε, σ’ αυτό το νησί είμαστε ανοιχτόμυαλοι. Όχι μπροστά στο παιδί, 16 χρονών τα παιδιά τα ξέρουν όλα, εμείς έχουμε να μάθουμε ακόμα μερικά πράγματα. 28 βαθμοί, ήλιος, πρωινά που δεν τελειώνουν, πρέπει να γυρίσω, λείπω μια βδομάδα, γιατί πρέπει; Η φάση της απραγίας είναι δύσκολη για μας τους δυτικούς. Υπερβολική δραστηριότητα εναντίον σκέψης, το κόλπο για να παραπλανούμε τον εαυτό μας. Θέλω να βρεις μια πινακίδα να μου πεις τι λέει, την έχω δει πριν 20 χρόνια και το θυμάμαι ακόμα. Τη βρήκα, είναι στο άγαλμα του Λασκαράτου, λέει «γυναίκα μου η ψυχή μου». Όχι, όχι, δεν είναι στο Ληξούρι, στο Αργοστόλι είναι. Ποτέ δεν ήσουν ικανοποιημένη στη ζωή σου, μαμά, και πολύ φοβάμαι ότι είναι κληρονομικό.
Το πλοίο φεύγει στις 8, έχει ξημερώσει, είναι γεμάτο. Οδηγοί φορτηγών παίζουν χαρτιά, πετάνε το φύλλο στο τραπέζι με δύναμη, χτυπάνε κινητά με ήχο Lady Gaga, κορίτσια φοράνε φόρμες, σνίκερς με χρυσά και ασημί χρώματα, καπνίζουν slim τσιγάρα, ρωτάνε σε ποιο στρατόπεδο είσαστε παιδιά, «μαύροι», καλά το λέω; Τα παιδιά καπνίζουν στριφτά, ντρέπονται λίγο, χαϊδεύουν το κουρεμένο κεφάλι με αμηχανία, γελάνε νευρικά, σπρώχνουν ο ένας τον άλλον, πάνε Βέροια, πάνε Γρεβενά, πάνε Κομοτηνή, μετράνε ώρες, μέρες άδειας, γυρνάνε γρήγορα στη δικιά τους, πιο ασφαλή διάλεκτο, τι παίζει η Τσέλσι, οβεράκι, σίγουρο, αυτιά μεγάλα κόκκινα από τον αέρα, τσιγάρα, μπίρες εννιά το πρωί, σκόρπιες κουβέντες, θα πάρω το φορτηγό, αν η άδεια σε άλλο όνομα, δεν την αλλάζω, γλιτώνω το ΦΠΑ, κόλπα, για μια ζωή που θ’ αρχίσει μόλις τελειώσει η θητεία, αυτή η θητεία που δεν τελειώνει πουθενά.
Στον Αστακό δεν έχει πινακίδες, λάθος διασταύρωση, χαμένα χιλιόμετρα, 1.500 χιλιόμετρα σε μια άλλη Ελλάδα, βενζινάδικα, οδηγίες, στρίψε εκεί, ακολούθησε αυτό το δρόμο μέχρι... Μη ρωτάς να σου πουν το δρόμο. Κινδυνεύεις να μη χαθείς. Smokey bandits, “the last mile”, σήραγγες, ατελείωτες ευθείες, επικίνδυνες στροφές, τούνελ, χωριά ακινητοποιημένα, ονόματα πόλεων χωρίς εικόνα, μέρη χωρίς ονόματα και ονόματα χωρίς μέρη. Πάλαιρος, Άκτιον, Γρεβενά, Εγνατία. Ώρες χωρίς να μιλάς κι όταν συμβαίνει αυτό ακούς τον εαυτό σου καθαρά. Η μοναξιά έχει πλεονεκτήματα. Ξαφνική ταμπέλα, «αρκούδες, οδηγείτε προσεκτικά», ξυπνάς από την υπνωτισμένη οδήγηση, φταίνε οι Smokey Bandits στα ηχεία; Τι ήταν αυτό μόλις; Η πραγματικότητα, η επόμενη πινακίδα γράφει Βάλια Κάλντα.
Στη Θεσσαλονίκη έχει ζέστη, φρέντο στα πεζοδρόμια, μπουγάτσες με κιμά, πλανόδιοι πουλάνε το dvd της Τζούλιας, το ρολόι της Αριστοτέλους έχει χαλάσει, τώρα είναι καλύτερο λένε, γυρνάει τρελά, έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ιστορίες από ηρωικές εποχές, στη Θεσσαλονίκη λένε πάντα ιστορίες, θυμάσαι τότε τους Cramps, θυμάσαι τον 88 μισό, ζεσταίνομαι, κρυώνω, το δωμάτιο ψήνεται, δωμάτια ξενοδοχείων, θυμίζουν άλλα δωμάτια άλλων ξενοδοχείων, άλλα ταξίδια, άλλους ανθρώπους, άλλη ζωή μακρινή, μόνος στο άδειο δωμάτιο, μια γαλάζια επιγραφή αντανακλά στο παράθυρο, θυμάσαι και σου αρκεί που ζεις και εύχεσαι να συνεχίσεις να ζεις.
Μηνύματα, πού είσαι, δουλεύουμε εδώ, κάποια σταυρώνει τα πόδια στη Habanera, ένα σκυλάκι με καρδιακές αρρυθμίες διάλεξε ποιον συμπαθεί, υπομονετικά περιμένει χάδια, τρίβεται στο πλακάκι και βήχει, μισές φράσεις, περαστικές, έχασα τον κολλητό μου, σε ποιον θα δείχνω τώρα τα ρούχα που αγοράζω, πώς μπορεί να είναι τόσο σκληρός; Θα της έλεγα ότι η ζωή είναι σκληρή κι απρόβλεπτη, αλλά το είχε μόλις ανακαλύψει μόνη της. Οι γνωριμίες των διακοπών δεν κρατάνε, οι γνωριμίες είναι κάτι που δεν έχει διάρκεια. 3 ώρες και 55 λεπτά, ηλίθια στοιχήματα, άδειοι δρόμοι, σταγόνες, βροχή και ήλιος, διόδια, σήραγγες, ευθείες, η Αχαρνών είναι μποτιλιαρισμένη, πάντα είναι, στην Αθήνα κάνει ζέστη, σουρουπώνει.
Αυτό το Πάσχα οδήγησα πολύ. Να οδηγείς είναι ένας τρόπος ν’ ακούς τον εαυτό σου. Να γράφεις είναι ένας τρόπος να θυμάσαι.
πηγη ATHENSVOICE
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΝΘΡΩΠΟΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΓΕΩΡΓΕΛΕΣ,
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ,
BLOGS
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου