Στη χώρα της υπαίθριας ζωής των στοών και των υπόστεγων, περιοχών οργανικά ενταγμένων στο συνολικό οικιστικό σύνολο, που χαρακτηρίζουν την αρχαία και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, φτάσαμε ουσιαστικά στην κατάργησή τους ή και στη διά νόμου απαγόρευση αυτών των ενδιάμεσων κόμβων στους οποίους εκτυλίσσεται η ζωή ενταγμένη στο κλίμα και στις ανάγκες που προκύπτουν από τις ιδιαιτερότητες του τόπου.
Σ΄ αυτό το προστατευμένο ύπαιθρο εγγράφονται όλες οι γνωστές διαβαθμίσεις του δημόσιου- ιδιωτικού, οι προσαρμογές και οι μεταμορφώσεις του υπαίθριου σε κλειστό και αντίστροφα, που μας γοητεύουν στην ελληνική και μεσογειακή αρχιτεκτονική και αποτελούν αντικείμενο έρευνας της ποιότητας του κτισμένου περιβάλλοντος. Αν αναζητήσουμε στις αφηγήσεις και στην ποίηση από την εποχή του Ομήρου λέξεις και περιγραφές που παραπέμπουν στην υπαίθρια ζωή στους οικισμούς, στα σπίτια και στα ανάκτορα, θα διαπιστώσουμε πόσο έχει διαβρωθεί ο τρόπος ζωής από αυτή τη βουλιμία για κλειστούς χώρους, η οποία ενώ δεν προέρχεται συνήθως από πραγματικές ανάγκες, ωστόσο διαμορφώνει τα στερεότυπα της κατοικίας και της κατοίκησης.
Έτσι, η τυπολογία της κατοικίας αποκλείει χώρους «διφορούμενους»- μεταβλητούς, οι οποίοι λειτουργούν ως κλειστοί εξώστες ή ως επεκτάσεις του εσωτερικού χώρου, ανάλογα με την εποχή και τη θέση τους μέσα στο οικιστικό σύνολο. Ας θυμηθούμε τα χαγιάτια και τις ευρηματικές λύσεις στις υπόστεγες περιοχές των αυλών κοντά στο φουρναρειό ή στο μαγειρειό, ή τα «στεγάδια» με τον διπλό προσανατολισμό ανάμεσα στα δωμάτια- περιοχές δροσερές και σκιερές που προσθέτουν την ανάσα της ποίησης του ευέλικτου χώρου στην καθημερινή ζωή.
Αν η εσωστρέφεια με την οποία αντιμετωπίζεται η κατοικία στις πόλεις έχει κάποια δικαιολογία είναι τελείως απαράδεκτο να εφαρμόζεται στους παραδοσιακούς οικισμούς ή στις παραθεριστικές κατοικίες. Διαβάζω, για παράδειγμα, στο διάταγμα για τον οικισμό Μανδράκι στη νήσο Νίσυρο ανάμεσα στους όρους και περιορισμούς δόμησης (άρθρο 2 παρ. 3/δ): Δεν επιτρέπεται η κατασκευή ημιυπαιθρίων χώρων. Σε πολλές περιπτώσεις, επίσης, διαπιστώνουμε τον φόβο των υπευθύνων για τον έλεγχο των μελετών να εγκρίνουν στέγαστρα και υπόστεγα, ακόμα και αν προσμετρώνται στον συντελεστή δόμησης. O νόμος, ανοιχτός σε «ερμηνείες» και παραβάσεις, με την κατεστημένη πλέον νοοτροπία στην Ελλάδα ως προς την εφαρμογή του, ήταν προφανές ότι θα χρησιμοποιούνταν προς άλλη κατεύθυνση από αυτή που υποτίθεται ότι εξυπηρετούσε.
Φτάσαμε, λοιπόν, στο αποτέλεσμα ο ημιυπαίθριος χώρος της κατοικίας να αποτελεί στοιχείο αντιπαράθεσης και διαπραγμάτευσης με τις υπηρεσίες αρχιτεκτονικού ελέγχου, ενώ ταυτόχρονα να έχει μεταβληθεί σε φόβητρο για όσους τολμήσουν να καταλάβουν και να κλείσουν αυτόν τον σύμφωνα με τις περιγραφές «ετοιμοπαράδοτο» χώρο επέκτασης της κατοικίας.
Γνώριμα υπαίθρια δωμάτια στα λαϊκά αθηναϊκά σπίτια ή στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική των ελληνικών οικισμών, ενώ γίνονται αντικείμενο λατρείας και θαυμασμού των υμνητών της «ανώνυμης» αρχιτεκτονικής, απαγορεύονται ή αντιμετωπίζονται με καχυποψία κατά τον έλεγχο της μελέτης, ενώ αναζητείται η κατάλληλη διατύπωση του νόμου για να συρρικνώσει ή να καταργήσει αυτούς τους «ύποπτους» χώρους. Ποιος, λοιπόν, θα πίστευε ότι δεν υπάρχει τρόπος να ενθαρρύνονται κατασκευαστές και ιδιοκτήτες στην επέκταση στο ύπαιθρο του κλειστού χώρου της κατοικίας ή του διαμερίσματός τους; Άραγε η σχολαστική περιπτωσιολογία, οι δεσμεύσεις και όλα τα σχετικά με μετρήσιμα μεγέθη στοιχεία τού διατάγματος θα ωφελήσουν ή θα δεσμεύσουν και τις ελάχιστες δυνατότητες που έχουν απομείνει για μια αρχιτεκτονική προσαρμοσμένη στον τόπο, αλλά ανοιχτή σε νέες ερμηνείες ως προς τις διαβαθμίσεις του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και της ζωής στο ύπαιθρο; Συμβάλλει η νέα νομοθεσία στην πραγματική εκτίμηση του πολύτιμου δώρου του περιβάλλοντος που παραλάβαμε και το παραδώσαμε στη συναλλαγή και στην ουσιαστική υποβάθμιση της καθημερινότητας μέσα στον κάλυκα της ζωής που είναι η κατοικία;
ΠΗΓΗ: TA NEA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου