"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Επιδρομές Αλβανών από τα αφύλακτα σύνορα, αδειάζουν τα σπίτια σε χωριά του Γράμμου


Ηταν μόλις επτά χρόνων, όταν τον Ιούλιο του 1947 ο Παύλος Πίσιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει άρον άρον το ορεινό χωριό του, τον Τρίλοφο ή Σλήμνιτσα, στον Β. Γράμμο. Ο Εμφύλιος είχε φουντώσει και τα χωριά άδειαζαν, με τα παιδάκια να φεύγουν σ’ ένα οργανωμένο από τον Δημοκρατικό Στρατό σχέδιο μεταφοράς τους στις «Λαϊκές Δημοκρατίες». Για την πλευρά των ανταρτών, η πολυσυζητημένη επιχείρηση έγινε για να γλιτώσουν τα παιδάκια από τις φονικές συγκρούσεις· για την απέναντι όχθη, δεν ήταν παρά ένα αποκρουστικό «παιδομάζωμα». Τίποτα απ’ αυτά δεν είχε στο μυαλό του ο επτάχρονος Πίσιος όταν μαζί με άλλους συνομηλίκους του έπαιρνε τον δρόμο της αναγκαστικής προσφυγιάς.

Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν στην Ουγγαρία και την Πολωνία, η εικόνα του πανέμορφου και ζωντανού χωριού του με τα πολλά διώροφα πετρόκτιστα σπίτια δεν έσβησε ποτέ από τη μνήμη του.  

Ετσι, όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 επαναπατρίστηκε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, έσπευσε στον Γράμμο για να ξαναδεί το χωριό και να βρει το σπίτι όπου γεννήθηκε. «Υπήρχαν παντού χαλάσματα, το χωριό έμοιαζε κατεδαφισμένο. Τα σπίτια, μαζί και το δικό μου, ήταν ερείπια. Οι βόμβες και οι λεηλασίες που ακολούθησαν δεν είχαν αφήσει τίποτα όρθιο», λέει

Την ίδια πάνω-κάτω εικόνα αντίκρισαν και οι κάτοικοι πολλών άλλων χωριών του Γράμμου, όπως το Γιαννοχώρι, Καληβρύση, Γράμμουστα, Μονόπυλο, Πεύκο, Γλυκονέρι, Λειβαδοτόπι, Μεσόβραχος, Λειβαδοτόπια κ.ά., που τα είχαν εγκαταλείψει για τον ίδιο λόγο, καταφεύγοντας είτε στο ανατολικό μπλοκ οι της μιας πλευράς είτε στο εσωτερικό της χώρας οι της άλλης και οι ουδέτεροι.

Καθώς ο άνεμος της εθνικής συμφιλίωσης δεκαετίες μετά διέλυσε τα σύννεφα του μίσους, οι άνθρωποι ξεκίνησαν δειλά δειλά να επιστρέφουν στα Γραμμοχώρια και να ξαναχτίζουν τα σπίτια τους, να επισκευάζουν με δικά τους έξοδα βομβαρδισμένες εκκλησίες και πυρπολημένα σχολεία. Αλλοι, πολιτικοί πρόσφυγες, επέστρεψαν από το πρώην «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», και άλλοι από την Καστοριά, Θεσσαλονίκη, Αθήνα κ.ά., όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν από τις επιθέσεις των ανταρτών.

Επί πέντε χρόνια ο Παύλος Πίσιος κουβαλούσε υλικά από την Καστοριά, έφερε μαστόρους πετράδες, ξόδεψε αρκετά χρήματα και έκανε, όπως και πολλοί άλλοι, το όνειρο πραγματικότητα.

Και ενώ τα τραγικά αλλά πανέμορφα χωριά άρχισαν να αποκτούν και πάλι ζωή, να γίνονται εφαλτήριο της τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής, η απειλή ερήμωσής τους έκανε την εμφάνισή της ξανά. 

Τούτη τη φορά, όχι, ευτυχώς, για αδελφοκτόνους λόγους. Συμμορίες Αλβανών εισχωρούν στο ελληνικό έδαφος από τα αφύλακτα σύνορα και ρημάζουν σπίτια και περιουσίες. Οι επιδρομές γίνονται το φθινόπωρο και τον χειμώνα, όταν απουσιάζουν οι κάτοικοι, και τα κλοπιμαία μεταφέρονται με ζώα ή και τρακτέρ στην Αλβανία!

«Κλέβουν τα πάντα, από ψυγεία, τηλεοράσεις, εργαλεία έως παπούτσια και καμπάνες από τις εκκλησίες. Ξηλώνουν ακόμα και πόρτες και παράθυρα», λέει ο κ. Πίσιος. Τα κρούσματα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και οι σπείρες, εκτός από τις διαρρήξεις σε σπίτια, αποδύονται και σε εκτεταμένη λαθροϋλοτομία, κυρίως μαύρης πεύκης. «Υλοτόμησαν παράνομα μια ολόκληρη περιοχή μεταξύ των χωριών Σλήμνιτσα και Μονόπυλο και μετέφεραν με άλογα και μουλάρια τα ξύλα στην Αλβανία. Από εκεί τα πουλάνε στην Ιταλία ή και σ’ εμάς πίσω στην Ελλάδα», αναφέρει ο δήμαρχος Νεστορίου, στον οποίο ανήκουν τα Γραμμοχώρια, κ. Χρήστος Γκοσλιόπουλος.



Οι συνοριοφύλακες είναι ελάχιστοι σε μια αχανή δασοσκεπή έκταση με χαράδρες και απόκρημνες πλαγιές και οι συμμορίες γνωρίζουν τα δρομολόγια που ακολουθούν οι περίπολοι. «Ζητήσαμε πολλές φορές να επαναλειτουργήσει ένα φυλάκιο στο χωριό Πολυάνεμος, σε απόσταση 500 μέτρων από την Αλβανία. Σε όλη την περιοχή υπάρχει ένα μόνο φυλάκιο στην Ιεροπηγή που και αυτό υπολειτουργεί», τονίζει ο κ. Γκοσλιόπουλος.

Ο φόβος έχει φωλιάσει στις ψυχές των ανθρώπων. Υπό αυτές τις συνθήκες κάποιοι που σχεδίαζαν να ξαναφτιάξουν τα σπίτια τους κάνουν δεύτερες σκέψεις. Μερικοί που τα επισκεύασαν σκέφτονται να τα πουλήσουν ή να τα εγκαταλείψουν. Οπως λένε, «σήμερα κλέβουν, αύριο θα σκοτώσουν κιόλας».

Δεν υπάρχουν σχόλια: