Στρατηγικά περιβάλλοντα και εθνικές στρατηγικές και οι ενεργειακοί πόροι της ζώνης από το κεντρικό Αιγαίο μέχρι την Κύπρο
Ε-Ξ-Α-Ι-Ρ-Ε-Τ-Ι-Κ-Ο
http://www.ifestosedu.gr/
Διοργάνωση «Δημοκρατικού Συναγερμού Ν. Ελλάδας», Intercontinental, 21 Νοεμβρίου 2011
Οι εξελίξεις στο ενεργειακό πεδίο στην ζώνη που αρχίζει από το Αιγαίο καταλήγει στο Ισραήλ αλλάζει συλλήβδην τα στρατηγικά δεδομένα. Οι προοπτικές εξαρτώνται από τις προϋποθέσεις ενός ήδη πολύ σύνθετου στρατηγικού παιχνιδιού που ορίζεται από τις στρατηγικές των εμπλεκομένων κρατών. Ήδη, εμπλέκονται όχι μόνο οι περιφερειακές δυνάμεις αλλά και το πλείστον των ηγεμονικών δυνάμεων. Πολιτικοστρατηγικά μιλώντας, αυτό το ζήτημα, εξ αντικειμένου, είναι και το μείζων.
Από την σκοπιά ενός αναλυτή των διακρατικών σχέσεων απαιτείται να τονιστούν τρεις τουλάχιστον πτυχές:
Πρώτον, στον εθνοκρατοκεντρικό κόσμο του 21ου αιώνα η κρατική κυριαρχία αποτελεί αφενός το θεμέλιο της ζωής μιας κοινωνίας και αφετέρου τον άξονα της διεθνούς πολιτικής. Υπό αυτό το πρίσμα, η Κύπρος πρέπει να την διαφυλάξει και η Ελλάδα πρέπει να ορίσει τα κυριαρχικά της σύνορα.
Δεύτερον, τα κράτη πρέπει να φροντίσουν να δύνανται να ασκούν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την διεθνή νομιμότητα. Η αφετηρία, η βάση και ο άξονας των στάσεων και συμπεριφορών εξαρτάται από την απάντηση στο εξής ερώτημα: Ποιος είναι ο κυρίαρχος ενός χώρου που περιέχει πλουτοπαραγωγικούς πόρους; Με ποιον έτσι μπορώ να συναλλάσσομαι και υπό ποιους όρους; Ο όρος «κυρίαρχος» εδώ αναφέρεται με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή την νομική, την πολιτική και την στρατηγική. Και στην κλίμακα αυτή υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις που ο καθείς λαμβάνει υπόψη
Τρίτον, προϋπόθεση χάραξης και εφαρμογής εθνικής στρατηγικής που εκπληρώνει τους εθνικούς σκοπούς είναι η δυνατότητα σωστής ανάλυσης και εκτίμησης της διεθνούς πολιτικής και κυρίως των στρατηγικών όλων των εμπλεκομένων.
Πρώτον, κάθε κράτος ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά δικαιώματά του που απορρέουν από την διεθνή νομιμότητα. Οτιδήποτε λιγότερο είναι ζημιά.
Η άσκηση ενός δικαιώματος που απορρέει από την διεθνή νομιμότητα απαιτεί σωστές εκτιμήσεις για την διεθνή πολιτική, χάραξη και εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής που συμπλέκει τα συμφέροντα των άλλων κρατών με τα δικά σου και αποφασιστικότητα ανάληψης ρίσκου αν οι περιστάσεις το απαιτούν.
Συνοπτικά υπογραμμίζω το αντικειμενικό γεγονός ότι διαδοχικές πολιτικές εξουσίες στην Κύπρο λειτούργησαν με καταπληκτική προνοητικότητα, τόλμη και ορθολογισμό, με αποτέλεσμα η αμφισβήτηση εκ μέρους της Τουρκίας των ενεργειακών πόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) να προσκρούει ήδη πάνω σε ισχυρές δυνάμεις τις οποίες όχι μόνο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αλλά επιπλέον μπορεί αν τα πράγματα φτάσουν σε πόλεμο να προκαλέσουν την συντριβή της.
Θα μπορούσε να εκφραστεί η ευλογοφανής εκτίμηση ότι με δεδομένα πλέον τα πολλά στρατηγικά σφάλματα και την υπερεξάπλωση της Άγκυρας, μια σωστή ελληνική στρατηγική θα μπορούσε να τερματίσει την αστάθεια στην περιφέρειά μας με το να ακυρώσει την Τουρκία ως ηγεμονικό κα αναθεωρητικό κράτος. Αναφέρομαι, ιδιαίτερα, στο Ισραήλ και στο γεγονός πως αν η Τουρκία επιχειρήσει στρατιωτική αναμέτρηση μαζί του αναπόδραστα θα συντριβεί και θα κατακερματιστεί κρατικά.
Στον αντίποδα της Κύπρου αλλά και άλλων χωρών βρίσκεται η κατευνάζουσα Ελλάδα. Μη ασκώντας τα δικαιώματά της ως προς τα 12 μίλια, την υφαλοκρηπίδα και ή την ΑΟΖ, ενδέχεται να οδηγεί τον εαυτό της σε αδιέξοδο και σε πόλεμο που θα προκαλέσουν οι διεκδικητές των απροσδιόριστων μέχρι στιγμής ορίων που προσδιορίζει η διεθνής νομιμότητα.
Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι απαιτείται να προσδιοριστεί άμεσα ο θαλάσσιος κυριαρχικός μας χώρος και οι ζώνες των 200 μιλίων ή μέσων γραμμών με τα γειτονικά κράτη, μέσα στα οποία θα αρχίσει η δραστηριότητα εκμετάλλευσής τους.
Η Ελλάδα αργοπορεί, διστάζει και έτσι αναπόδραστα χάνει.
Ανεξαρτήτως οικονομικών δυσκολιών ή ακόμη και μιας πιθανής χρεοκοπίας, η οριοθέτηση του ελληνικού κυριαρχικού χώρου σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα αποτελεί το πλέον επείγον ζήτημα της ελληνικής διπλωματίας.
Στα πεδία των 12 μιλίων, της υφαλοκρηπίδας και ή της ΑΟΖ η Ελλάδα ατονεί, με αποτέλεσμα να χάνονται πόροι, δυνητικά ενδεχομένως χάνουμε κυριαρχία και αναμφίβολα στα ρευστά πεδία των ορίων της διεθνούς νομιμότητας όπου απουσία μιας καλής διπλωματικής διαχείρισης, μιας σωστής ανάληψης πρωτοβουλιών και μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής γέρνει την πλάστιγγα εις βάρος των εθνικών συμφερόντων και υπέρ των αναθεωρητικών αξιώσεων άλλων κρατών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, στο μυαλό των τρίτων συγκροτείται η λογική σκέψη ότι για τον υποθαλάσσιο πλούτο θα πρέπει να διαπραγματευτούν όχι με το ελληνικό κράτος αλλά με το κράτος εκείνο που θα προσδιοριστεί ο κυρίαρχος των ζωνών κάτω από τις οποίες ενυπάρχουν πλουτοπαραγωγικοί πόροι.
Κάποιοι νομικοί διεθνολόγοι λένε το αυτονόητο και γνωστό ότι υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα για να αντικρούσουν την έκκληση πολλών άλλων για οριοθέτηση του ΑΟΖ. Η απάντηση δεν απαιτεί παρά μόνο επίκληση της απλής λογικής:
Πρώτον, γιατί τόσα άλλα κράτη οριοθετούν την ΑΟΖ και τι πρόβλημα υπάρχει αν και εμείς κάνουμε το ίδιο σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα και την νομιμοποιημένη όπως βλέπουμε στην περίπτωση της Κύπρου στάση των ΗΠΑ, της ΕΕ, της Ρωσίας και άλλων!
Δεύτερον, μήπως η επιστράτευση αυτού του ακατανίκητου επιχειρήματος κατά νου έχει να εμπλέξει την ΑΟΖ με τα casus belli της Τουρκίας τα οποία εμείς έχοντας πάρει στα σοβαρά στεκόμαστε απαθείς εδώ και δύο δεκαετίες, συνάμα συνομιλώντας και κατευνάζοντας την Άγκυρα; Αν λοιπόν η ΑΟΖ θα έχει την μοίρα των 12 μιλίων και της υφαλοκρηπίδας είμαστε άξιοι της τύχης μας.
Ας μην προσποιούνται κάποιοι ότι υπάρχει κάποιο υψιτενές νομικό διεθνές ζήτημα το οποίο εμείς οι μη προνομιούχοι της νομικής επιστήμης αγνοούμε. Υπάρχουν μεν εξειδικευμένες νομικές πτυχές πλην το πρόβλημα είναι εδώ και καιρό πρωτίστως πολιτικό και όχι νομικό. Είναι τα κατευναστικά σύνδρομα της Αθήνας, τα φοβικά σύνδρομα σε όλο το κομματικοπαραταξιακό φάσμα και είναι η απουσία θεσμών ανάλυσης, εκτίμησης και προτάξεων χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής.
Όσοι δε νομικοί και μη κατά καιρούς περνούν μέσα από το ελληνικό υπουργείο εξωτερικό χρειάζεται να κάνουν αυτοκριτική ή τουλάχιστον να μας εξηγήσουν το πώς αντιλαμβάνονται τον ρόλο ενός διεθνολόγου ή πολιτικού επιστήμονα που αποφασίζει να θητεύσει μέσα σε ένα θεσμικό χώρο κρατικών λειτουργών. Στο ίδιο πλαίσιο, να μας εξηγήσουν οι δεκάδες νομικοί τους λόγους για τους οποίους με όποιον και αν μιλήσεις στον χώρο της πολιτικής, της δημοσιογραφίας και των κρατικών λειτουργών ακούς διαφορετικά και μπερδεμένα πράγματα για ένα κατά τα άλλα πολιτικά και επιστημονικά τόσο απλό ζήτημα το οποίο αντί αποκρυσταλλωμένα και ξεκάθαρα να ειπωθεί πως είναι ζήτημα πολιτικής απόφασης υπό το πρίσμα του Α, Β ή Γ νομικού διλήμματος –μετά από το οποίο, κυρίως λόγω αργοπορίας μας, παραλείψεων έγκυρης υιοθέτησης εσωτερικής νομοθεσίας που μετράει σε μια διεθνή εκδίκαση κτλ– κάποιοι μας περιπλέκουν σε λαβύρινθους άσχετων και αχρείαστων νομικών λαβύρινθων.
Λαβύρινθους που επισκιάζουν το γεγονός ότι στην διεθνή πολιτική το κυριότερο νόμισμα είναι η ισχύς και ότι η διεθνής πρακτική δεν μπορεί να αγνοείται ως το κύριο νομιμοποιητικό στοιχείο. Και η ειδοποιός διαφορά ως προς την ΑΟΖ που ενίοτε επιχειρείται να επισκιαστεί, είναι ότι η διεθνής πρακτική και η διεθνή νομιμότητα επιτρέπει τον προσδιορισμό της και έναρξη συνομιλιών οριοθέτησης μεταξύ των γειτονικών κρατών. Μόνο αν το τελευταίο δεν τελεσφορήσει υπάρχει ετοιμότητα διεθνούς εκδίκασης. Δεν σπεύδει κανείς φοβισμένα και επειδή ένα αναθεωρητικό κράτος απειλεί να επιδείξεις δουλική ετοιμότητα να μιλήσεις μαζί του για τις καταχρηστικές αξιώσεις του ή να δείξεις καν πως τίθεται νομικό ζήτημα. Το νομικό ζήτημα τίθεται στο τραπέζι αν υπάρξει διαφορά και πάντοτε υπό όρους και προϋποθέσεις. Προηγούνται βεβαίως αποφάσεις εσωτερικού δικαίου που αφορούν μια πιθανή εκδίκαση και εδώ υπάρχουν πολλά και αναπάντητα ερωτήματα που αναπόδραστα κάποια στιγμή θα τεθούν σκληρά και ανελέητα καθότι αφορούν την νομική επάρκεια στα πεδία των κρατικών λειτουργών και των αποφάσεων των εκάστοτε κυβερνώντων.
Η πολιτική επιστήμη των διεθνών σχέσεων είναι ενιαία και συμπεριλαμβάνει την νομική επιστήμη των διακρατικών σχέσεων και κάθε επιστήμονα που εμφανίζεται να θέλει να εκφράσει άποψη για την διεθνή πολιτική. Συναφώς, ας αφήσουμε την παραφιλολογία περί «διεθνούς κοινότητας» που από τον καιρό των καταχρηστικών και καταστροφικών «επεμβάσεων» της δεκαετίας του 1990 κάποιοι ανάγουν σε κάποιου είδος, δήθεν, διεθνιστικής ή κοσμοπολίτικης ενοποίησης του παγκοσμιοποιημένου, δήθεν, πλανήτη ή και «εξ ανάγκης και κατ’ οικονομία», σε κάποια, δήθεν, αιώνια αγαθοεργή διεθνή ηγεμονική τάξη της μιας ή άλλης συγκυριακής δεσπόζουσας ηγεμονικής δύναμης. Και ας μάθουν κάποια στιγμή οι εμφανιζόμενοι ως επιστήμονες κάθε είδους και απόχρωσης κάτι πολύ πολύ απλό που δεν απαιτεί επιστημονικούς τίτλους για να γίνει κατανοητό: Ότι υπάρχει γιγαντιαία διαφορά μεταξύ ενός παγκοσμιοποιημένου πλανήτη, ο οποίος απαιτεί μια παγκόσμια πολιτική ανθρωπολογία, και ενός πλανητικοποιημένου διεθνούς συστήματος που πραγματικά έχουμε, και στο οποίο (πλανητικοποιημένο διεθνές σύστημα) η διάβρωση της κυριαρχίας (ή απροσεξία αυτών που την κατέχουν) προκαλεί ασυδοσία διεθνικών δρώντων όπως ο κάθε Σόρος ή Γκόλτεν Σακς, καταχρηστική διείσδυση των ηγεμονικών δυνάμεων, βλαπτικές ενέργειες των αναθεωρητικών δυνάμεων για το απρόσεκτο κράτος, αλλαγές συνόρων και απώλεια κυριαρχίας και πλουτοπαραγωγικών πόρων.
Δεύτερον, η ανακάλυψη μεγάλων όπως φαίνεται υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πόρων αλλάζει ολοκληρωτικά τις στρατηγικές συντεταγμένες της περιφέρειάς μας.
Ενδεχομένως, επιπλέον, επηρεάζει δραστικά πολλές πτυχές του πλανητικού παιχνιδιού με το να μετατοπίζει ως προς κάποια ζητήματα το κέντρο βάρους της ηγεμονικής αντιπαράθεσης.
Μιας ηγεμονικής αντιπαράθεσης στην περίμετρο της Ευρασίας η οποία συνεχίζεται αδιάλειπτα στις ίδιες περίπου γραμμές τους τρεις τουλάχιστον τελευταίους αιώνες.
Στο πλαίσιο αυτής διαπάλης δεν υπάρχουν περιθώρια για αυταπάτες κα ψευδαισθήσεις: Επειδή στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής επηρεασμού του στρατηγικού περιβάλλοντος και μείωσης των κινδύνων ή δημιουργίας ευκαιριών πολλά θα εξαρτηθούν από τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τις μεγάλες δυνάμεις και τα συμφέροντά τους, χρήζει να τονίσω μερικές κύριες και καθημερινά καταμαρτυρούμενες στρατηγικές προσεγγίσεις όλων των ηγεμονικών κρατών:
α) Οι ηγεμονικές δυνάμεις δεν σκέπτονται και δεν λειτουργούν με όρους εχθρών και φίλων αλλά ανάλογα και αντίστοιχα με τα συμφέροντά τους αλλάζουν φίλους και εχθρούς με τρόπο δυσδιάκριτο ή και αόρατο.
β) Κύρια εισροή διαμόρφωσης των ηγεμονικών στρατηγικών είναι ρευστά κριτήρια κατανομής ισχύος που προσδιορίζουν τους συσχετισμούς ισχύος και συμφερόντων, τις δυνατότητες των ίδιων των περιφερειακών δρώντων, τις ευκαιρίες που διανοίγουν διάφορα γεγονότα, τους κινδύνους για τους πλανητικούς και περιφερειακούς στρατηγικούς τους σκοπούς και τις ευκαιρίες σύναψης πελατειακών σχέσεων που εξυπηρετούν αυτούς τους σκοπούς.
γ) Η σύναψη αυτών των πελατειακών σχέσεων εμπεριέχει πάντοτε δύο δίσκους. Μέσα στον ένα δίσκο βρίσκεται το όφελος εναλλακτικών στάσεων και συμπεριφορών των άλλων κρατών και μέσα στον άλλο το αντίστοιχο κόστος. Η πελατειακή συναλλαγή γίνεται πάντοτε σε αυτή ακριβώς την βάση και όποιο κράτος δεν το γνωρίζει, δεν παίρνει πρωτοβουλίες, δεν αναλαμβάνει ρίσκα και δεν έχει γνώση του στρατηγικού του περιβάλλοντος είναι αμέτοχο στην διεθνή πολιτική και αναπόδραστα βλάπτεται. Τα κράτη έχουν διεθνείς σχέσεις αλλά δεν αυτό δεν προδικάζει ότι έχουν εξωτερική πολιτική συνάρτησης των μέσων που διαθέτουν για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς. Και αυτό τα άλλα κράτη το βλέπουν, το εκτιμούν και λειτουργούν αναλόγως.
δ) Στους ηγεμονικούς συλλογισμούς πρωτεύοντα κριτήρια είναι: πρώτον, ο κατέχων την κυριαρχία με τον οποίο και υποχρεωτικά θα πρέπει να διαπραγματευτούν, δεύτερον, η στρατιωτική και διπλωματική ισχύς των εμπλεκομένων που προσδιορίζει και το ειδικό τους βάρος, τρίτον, η ικανότητα των περιφερειακών κρατών να συνάψουν συμμαχίες και τέταρτον, η δυνατότητά τους να αμυνθούν και επιβιώσουν κατά πιθανών επιθέσεων.
ε) Αδιάλειπτα τα ηγεμονικά κράτη επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν το μερίδιό τους πάνω στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους που άμεσα ή έμμεσα ή με πελατειακό τρόπο τίθενται υπό τον έλεγχό τους. Αυτή η ηγεμονική αξίωση ισχύος ήταν, είναι και θα είναι πάγια στάση των ηγεμονικών δυνάμεων.
στ) Τα ηγεμονικά κράτη διαρκώς επιχειρούν να μεταφέρουν βάρη σε τρίτα κράτη, ενθαρρύνουν τρίτα κράτη να συγκρουστούν και να κατατριβούν σύμφωνα με τις επιδιωκόμενες από αυτούς προδιαγραφές κατανομές ισχύος που τους συμφέρει και εκβιάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες τους εκπλήρωσης αυτών των στόχων. Το ποιος για αυτούς πρέπει να είναι ισχυρός, το ποιος θα πρέπει να χάνει και το ποιος θα πρέπει να κερδίζει, και το πώς αυτό εναλλάσσεται, συναρτάται με την κατανομή ισχύος στην περιφέρεια και τις δυνατότητες των εμπλεκομένων.
ζ) Τα ηγεμονικά κράτη διαρκώς συγκροτούν συμμαχίες και εναλλάσσουν συμμαχίες σύμφωνα με την εξέλιξη των συσχετισμών ισχύος, τα εκάστοτε νέα δεδομένα και τις εξελίξεις κατά χώρα και κατά περιφέρεια.
η) Ενθαρρύνουν διενέξεις, συχνά τις διαιωνίζουν σκόπιμα, ενθαρρύνουν αμφιλεγόμενες νομικές διεκδικήσεις ή αντίστροφα αποχή άσκησης των νομικών δικαιωμάτων και συναρτούν την έκβαση των περιφερειακών διενέξεων με τα συμφέροντα όπως ορίζονται και όπως εξελίσσονται.
θ) Εξισορροπούν κάθε προσπάθεια άσκησης περιφερειακής ηγεμονίας και ενθαρρύνουν περιφερειακά κράτη με τα οποία έχουν πελατειακές σχέσεις να ηγεμονεύουν περιφερειακά μέχρι τον βαθμό, όμως, που δεν τίθεται σε κίνδυνο η δική τους ηγεμονία.
ι) Παρεμπόδιση άλλων μεγάλων δυνάμεων να έχουν πρόσβαση σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους με τρόπο που εκτοπίζει τις ίδιες ή δεν τους επιτρέπει να κατέχουν το μερίδιο που σύμφωνα με την εκτίμησή τους αναλογεί σε αυτούς.
Αναφορικά με το ενεργειακό ζήτημα όπως τίθεται τα τελευταία χρόνια στην περιφέρειά μας και κινούμενοι στις γραμμές ενός σύνθετου στρατηγικού σκηνικού και αναφορικά με την χάραξη και εφαρμογή στρατηγικής θα μπορούσαν να ειπωθούν, συντομογραφικά, τα εξής:
Όσον αφορά τους υποθαλάσσιους πόρους ο πυρήνας του στρατηγικού περιβάλλοντος που μας ενδιαφέρει είναι η γεωπολιτική ζώνη που αρχίζει από το κεντρικό Αιγαίο και φθάνει στο Ισραήλ. Η μεγάλη πλέον στρατηγική του σημασία οφείλεται όχι μόνο στην κλασικά θεωρούμενη ως σημαντική γεωπολιτική θέση που κατέχει πάνω στον παγκόσμιο χάρτη αλλά και στο γεγονός ότι αναδεικνύεται και ως μια μεγάλη δεξαμενή υποθαλάσσιων πόρων.
Τα τρία στρατηγικά πεδία που συναρτώνται με αυτό τον πυρήνα είναι τα εξής:
· Το στρατηγικό πεδίο που προσδιορίζεται από τις τουρκικές δραστηριότητες, τις δεδηλωμένες ηγεμονικές της επιδιώξεις και το γεγονός ότι έβαλε στο στόχαστρό της τους ελλαδικούς και κυπριακούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους που σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα ανήκουν στην Ελλάδα και Κύπρο.
· Το στρατηγικό πεδίο που προσδιορίζεται από την Ισραηλινή στρατηγική και συμφέροντα ως του σημαντικότερου και ισχυρότερου κράτους των τελευταίων δεκαετιών και ως μιας δύναμης προδιαγραφών υπερδύναμης.
· Το στρατηγικό πεδίο που συμπλέκει τα ηγεμονικά κράτη τα οποία αναμενόμενα διαγκωνίζονται για να αυξήσουν το δικό τους μερίδιο πλουτοπαραγωγικών πόρων. Εντάσσουν επιπλέον τα Μεσογειακά δεδομένα στον ανταγωνισμό των ηγεμονικών δυνάμεων στο πλανητικό πεδίο.
Ο στρατηγικός πυρήνας και τα τρία αυτά στρατηγικά περιβάλλοντα διαπερνώνται και διαχέονται από αναρίθμητες ρευστές και απρόβλεπτες καταστάσεις που στροβιλίζοναι μέσα στην δίνη της διεθνούς πολιτικής. Κάθε ενδιαφερόμενο κράτος που χαράσσει και εφαρμόζει στρατηγική θα πρέπει διαρκώς να παρακολουθεί, να αναλύει, να σταθμίζει και να εκτιμά σωστά αυτές τις ρευστές και σταθερές παραμέτρους που επηρεάζουν την εθνική του στρατηγική.
Για την Κύπρο και την Ελλάδα αυτό σημαίνει, πρωταρχικά, προσδιορισμό της βασικής στρατηγικής που αφορά τον στρατηγικό πυρήνα των επίμαχων συμφερόντων, επί του προκειμένου την κατοχή και εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων στον κυριαρχικό χώρο κάθε κράτους.
Για την Κύπρο τονίζω το αυτονόητο –όχι εν τούτοις για όλους τους κύπριους– ότι η κύρια στρατηγική είναι να διαφυλαχθεί η κρατική κυριαρχία της ΚΔ ως κόρη οφθαλμού και να αποφευχθούν σφάλματα διαχείρισης σε αναφορά με το λεπτό στρατηγικό παιχνίδι που βρίσκεται σε εξέλιξη και στο οποίο εμπλέκονται η Τουρκία, το Ισραήλ, οι ΗΠΑ, οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις και η Ρωσία. Το Μεσανατολικά προβλήματα, αναπόφευκτα συναρτώνται
Η Κύπρος θα χάσει τα κεκτημένα των τελευταίων ετών αν συντρέξουν δύο τουλάχιστον λόγοι.
Πρώτον, εάν πιεστεί και ενδώσει σε αιτήματα να καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία ή εάν δρομολογούν δήθεν μεταβατικές καταστάσεις στις ίδιες γραμμές που στα μάτια όλων θα δημιουργήσουν παραστάσεις επικείμενης τουρκικής και Βρετανικής επικυριαρχίας.
Στρατηγικός συνομιλητής του Ισραήλ, των ΗΠΑ και των άλλων δυνάμεων, είναι η Κυπριακή Δημοκρατία επειδή κατέχει κυριαρχικά τον χώρο όπου βρίσκονται οι πλουτοπαγαγωγικοί πόροι.
Εάν χάσει αυτό το πολιτικό και νομικό προνόμιο θα παύσει να είναι ο συνομιλητής των ενδιαφερομένων που θα στραφούν προς την Τουρκία για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους.
Στην διεθνή πολιτική, καλοί και κακοί δεν υπάρχουν. Υπάρχουν μόνο κυρίαρχοι και επικυρίαρχοι, που προσδιορίζουν και οριοθετούν νομικά και πολιτικά τα δικαιώματα, την ουσιαστική κατοχή και διανομή των πόρων και τις συναλλαγές και τις πελατειακές σχέσεις. Και στην Κύπρο απώλεια της κυριαρχίας σημαίνει το τέλος όλων.
Όπως είναι φυσικό αναφέρομαι στην λύση του Κυπριακού ή στην δρομολόγηση αμφιλεγόμενων μεταβατικών καταστάσεων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν συνθήκες ελέγχου της Κυπριακής κυριαρχίας από τρίτα κράτη.
Για την Ελλάδα ο πυρήνας της στρατηγικής που αφορά το ενεργειακό ζήτημα θεμελιώνεται αφενός με την οριοθέτηση, όπως είπαμε, του κυριαρχικού χώρου σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα και αφετέρου με πολιτικοδιπλωματικές και στρατιωτικές στρατηγικές που διασφαλίζουν αυτό το χώρο κατά του τουρκικού αναθεωρητισμού. Το δεύτερο, όπως είναι φυσικό, δεν μπορεί να γίνει αν δεν ισχύσει το πρώτον.
Έπεται, όπως έκανε ήδη από καιρό η Κύπρος, ο προσδιορισμός των στρατηγικών για κάθε περιβάλλον όπως τα προδιαγράψαμε πιο πάνω με κύριο βασικά σκοπό μια θετική για την Ελλάδα εμπλοκή των συμφερόντων των ενδιαφερομένων δυνάμεων, ιεραρχικά, του Ισραήλ, των ΗΠΑ, της Ευρώπης και της Ρωσίας.
Μιας και ζητήματα όπως τα 12 μίλια, η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ πάγωσαν ή βρίσκονται υπό την αίρεση της τουρκικής στρατηγικής –και εδώ ρητορικές διακηρύξεις τύπου εσωτερικής κατανάλωσης κανένας στρατηγικός παίχτης δεν τις παίρνει στα σοβαρά– πολλά πράγματα δεν μπορούν να ειπωθούν στο παρόν στάδιο.
Για τον λόγο αυτό αλλά και επειδή δεν είναι του παρόντος να συγκροτήσω μια ολιστική στρατηγική ανάλυση, μπορούμε να αναφέρουμε συνοπτικά μόνο μερικές αρχές και μερικούς παράγοντες που καταδεικνύουν την ρευστότητα του στρατηγικού περιβάλλοντος όσον αφορά τους επίμαχους ενεργειακούς πόρους.
Κατ’ αρχάς, η στρατηγική της Τουρκίας όσον αφορά την ζώνη από το Αιγαίο μέχρι το Ισραήλ εντάσσεται σε μια ευρύτερη ηγεμονική στρατηγική που περιγράφεται γλαφυρά, παραστατικά και πειστικά στο βιβλίο του τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, Το Στρατηγικό βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας.
Αυτή η μεγαλεπήβολη τουρκική στρατηγική προκαλεί μια ρευστότητα στις σχέσεις της με τα κράτη της περιοχής αλλά και τις μεγάλες δυνάμεις μερικές από τις οποίες παρακολουθούν αμήχανες τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό αλλά και την καταιγιστική εναλλαγή επιτυχιών και αποτυχιών. Αυτό το γεγονός ενέχει δύο κύριες διαστάσεις:
Πρώτον, δημιουργεί ευκαιρίες για την ελληνική στρατηγική, αν βέβαια μπορούσε να συγκροτήσει ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο που εμπλέκει αξιόπιστα τα προαναφερθέντα στρατηγικά πεδία.
Δεύτερον, στον βαθμό που η Ελλάδα δεν αποτρέπει τον τουρκικό αναθεωρητισμό θα αυξάνονται οι ευκαιρίες, τα ερείσματα και οι θετικές για την τουρκική στρατηγική παραστάσεις τρίτων.
Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί ότι όσο ανακοινώνονται τα μεγέθη των υποθαλάσσιων πλουτοπαραγωγικών πόρων τόσο περισσότερο θα εντείνεται το ενδιαφέρον των τρίτων κρατών και τόσο μεγαλύτερο θα είναι το στοίχημα της ελληνικής στρατηγικής.
Χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, είναι τα τεκταινόμενα γύρω από τον ενεργειακό δίαυλο που θα ενώνει την Λεβαντίνη με την Ευρώπη και το γεγονός ότι αδράνεια ή αντιφατικές στάσεις της Ελλάδας και της Κύπρου ή συμβολισμοί αδυναμίας οδηγούν σε εναλλακτικά σενάρια.
Αν και θα πρέπει να ολοκληρώσω, δεν μπορώ παρά να πω και μια λέξη για το Ισραήλ. Αφού τονίσω ότι οι συμμαχίες των κρατών στηρίζονται στα συμφέροντα και όχι σε συναισθηματικούς λόγους ή διαπροσωπικά κριτήρια, χρήζει να τονιστεί ότι το Ισραήλ ως σύμμαχος είναι δίκοπο μαχαίρι. Είναι μια μεγάλη περιφερειακή και κατά κάποιο τρόπο παγκόσμια δύναμη που αν αντιληφτεί ότι Κύπρος και Ελλάδα είναι αδύναμοι κρίκοι θα αναζητήσει εναλλακτικές προσεγγίσεις διασφάλισης των στρατηγικών συμφερόντων του.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα και την Κύπρο, όταν υπεισέρχεται το εθνικό συμφέρον επιβίωσης, αμφιταλαντεύσεις κα δισταγμοί δεν υπάρχουν στο Ισραήλ.
Πάνω από όλα, τονίζω ξανά, για να είναι η Κύπρος και η Ελλάδα οι διαχειριστές των πλουτοπαραγωγικών πόρων και ο συνομιλητής των ενδιαφερομένων δυνάμεων απαιτείται να είναι οι κάτοχο τους.
Αυτό σημαίνει αδιαμφισβήτητη άσκηση κυριαρχίας εκ μέρους της Ελλάδας και αταλάντευτη αψεγάδιαστη διαφύλαξη της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ,
ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ,
ΕΝΕΡΓΕΙΑ,
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ,
ΗΦΑΙΣΤΟΣ,
ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου