Η ανάδυση των ταυτοτήτων
Του Δημήτρη Tζιόβα
Καθηγητή Nεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.
Η εφετινή απογραφή πληθυσµού της Βρετανίας περιελάµβανε ερώτηση και για την εθνική ταυτότητα των απογραφοµένων, γεγονός που οδήγησε διάφορες εθνικές οµάδες, ακόµη και κατοίκους της Κορνουάλης, να πιέζουν για αναγνώριση της ταυτότητάς τους. Είναι γεγονός ότι ζούµε στην εποχή των ταυτοτήτων, δεδοµένου ότι πριν από κάποια χρόνια οι περισσότεροι µιλούσαν για συνειδήσεις (κοινωνικές ή εθνικές) και όχι τόσο για ταυτότητες, ενώ σήµερα τα άρθρα, τα βιβλία και τα συνέδρια περί ταυτότητας έχουν πολλαπλασιαστεί.
Η εισαγωγή της ταυτότητας στις κοινωνικές επιστήµες και στον δηµόσιο λόγο στις Ηνωµένες Πολιτείες συντελείται τη δεκαετία του 1960 µε την εκλαΐκευση του έργου του Erik Erikson (1902-1994), ο οποίος, µεταξύ άλλων, εισήγαγε τον όρο «κρίση ταυτότητας» σε σχέση µε τους εφήβους. Στη διεθνή Εγκυκλοπαίδεια των Κοινωνικών Επιστηµών (1968) δεν θα βρει κανείς λήµµα περί ταυτότητας παρά µόνο ένα του Erikson περί ψυχοκοινωνικής ταυτότητας. Αλλά και τους αριστερούς διανοουµένους δεν τους απασχολεί η ταυτότητα. Για παράδειγµα, στο κλασικό βιβλίο Keywords (1976) του βρετανού µαρξιστή Raymond Williams δεν υπάρχει λήµµα περί ταυτότητας και µόνο στη µεταθανάτια έκδοση ( New Keywords, 2005) προστέθηκε από τους επιµελητές του βιβλίου.
Το πρόβληµα της ταυτότητας δεν ήταν κεντρικό για την Αριστερά, γιατί την απασχολούσαν οικουµενικές αξίες και ιδεώδη (ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη), που τόνιζαν την ενότητα του σκοπού και όχι τόσο τη διαφορετική ταυτότητα του φορέα.
Για τον αριστερό µετρούσε περισσότερο η ταξική συνείδηση παρά η εθνοτική διαφορά. Το πολιτικό πρόταγµα της Αριστεράς, όπως τονίζει και ο Ερικ Χόµπσµποµ, ήταν οικουµενικό και αφορούσε όλη την ανθρωπότητα, ενώ η πολιτική της ταυτότητας στερείται καθολικότητας. Εχει κάτι το αυτοαναφορικά περιχαρακωτικό, καθώς αφορά κυρίως τα µέλη συγκεκριµένων µειονοτικών οµάδων, που ενίοτε µπορεί να συµµαχούν, χωρίς όµως να αποφεύγεται ο επιµερισµός σκοπών και στόχων.
Η ανάγκη του ανήκειν όχι τόσο σε ένα κράτος ή µια τάξη όσο σε µια οµάδα (εθνοτική, ηλικιακή, φύλου, σεξουαλικής προτίµησης κτλ.) κορυφώθηκε τα τελευταία χρόνια και οδήγησε στην κατάχρηση όρων όπως «κοινότητα» και «ταυτότητα» ή της φράσης «πολιτική της ταυτότητας». Καλλιεργήθηκε έτσι η αίσθηση ότι τα άτοµα δεν γεννιούνται µέσα σε σύνολα αλλά τα δηµιουργούν τα ίδια ή τα επιλέγουν. Η ταυτότητα πια δεν νοείται ως δέρµα που δεν αλλάζει αλλά ως ένδυµα που επιλέγεται και µπορεί να αλλαχθεί.
Το ενδιαφέρον για τις ταυτότητες είναι απότοκο της γενικότερης µετατόπισης που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες από το είναι στο γίγνεσθαι, από τις µονολιθικές βεβαιότητες στις µυθοπλαστικές επινοήσεις, από τη µο ναδικότητα στην ποικιλότητα και από το οντολογικό στο φαντασιακό. H ταυτότητα συνιστά διαδικασία, πράξη και παράσταση.
Η λογική της ταυτότητας παλαιότερα προϋπέθετε την αναζήτηση κάποιου «αληθινού ή αυθεντικού εαυτού». Εποµένως η γλώσσα της ήταν αυτή του βάθους και της αναζήτησης. Τώρα ορίζουµε την ταυτότητα ως διαδικασία ταύτισης και όχι ως πορεία ανακάλυψης ή αφύπνισης. Η ταυτότητα δεν συνιστά αµετακίνητο σηµείο αλλά αµφίθυµη σχέση. ∆οµείται µέσα και µέσω του λόγου όντας η αφήγηση του εαυτού. Το ότι η ταυτότητα δεν κρίνεται πια µε όρους αλήθειας ή αυθεντικότητας προκύπτει και από το γεγονός ότι ενώ όλοι οι αντιαποικιακοί αγώνες στο παρελθόν στηρίχτηκαν σε µια τέτοια αντίληψη της πολιτισµικής ταυτότητας, τώρα η έµφαση στη διασπορά προώθησε την υβριδικότητα της ταυτότητας.
Η αµφισβήτηση των παραδοσιακών σχέσεων εξουσίας ή κοινωνικών δεσµών, όπως του έθνους και της τάξης, ανέδειξαν την εθνοτική διάκριση και ταύτιση. Το ζήτηµα της εθνότητας κατέστη καίριο σε µια χώρα µε µαζική µετανάστευση όπως οι ΗΠΑ και ευνόησε, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1960, την πολιτική της ταυτότητας, υποκαθιστώντας κάθε αναφορά σε ταξικούς αγώνες. Ο αριθµός των Αµερικανών που προσδιορίζονταν ως «ιθαγενείς Αµερικανοί» τετραπλασιάστηκε ανάµεσα στο 1960 και στο 1990, χωρίς αυτό να δικαιολογείται από δηµογραφικά στοιχεία. Η αλλαγή στον τρόπο θεώρησης του παρελθόντος είχε επίσης σηµαντικό αντίκτυπο και στο πώς αντιλαµβανόµαστε την έννοια της ταυτότητας, καθώς η έµφαση µετατοπίστηκε από την εξακρίβωση της ιστορικής αλήθειας στο πώς το παρελθόν εξυπηρετεί συγκεκριµένες οµάδες και τη διαφοροποίησή τους.
Από τη στιγµή που το παρελθόν δεν νοείται ως κάτι θαµµένο, ξεχασµένο ή παραγνωρισµένο που περιµένει να ανακαλυφθεί ή να ανακληθεί αλλά υπόκειται σε διαρκή ερµηνεία, διαπραγµάτευση ή επινόηση, το ίδιο συµβαίνει και µε τις ταυτότητες. Η παλαιότερη αντίληψη της ταυτότητας (ή µάλλον της συνείδησης) ως ανασκαφής και αποκάλυψης κάποιας αρχέγονης πεµπτουσίας ή ενός λανθάνοντος εαυτού παραχωρεί τη θέση της στην αντιµετώπιση της ταυτότητας ως σύνθεσης µέσα από την ανα-διήγηση του προσωπικού και ιστορικού παρελθόντος.
Η ταυτότητα δεν παραπέµπει στην ανάκτηση ή αναβίωση του παρελθόντος (ατοµικού ή συλλογικού) αλλά στη δηµιουργική του παραγωγή. Από την ταυτότητα ως φυσική δωρεά και προγονική κληρονοµιά, περνούµε στην ταυτότητα ως επιλογή και παραγωγή διαφοράς που διαρκώς συγκροτείται εντός και όχι εκτός των αναπαραστάσεών της.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου